Άρης Βελουχιώτης
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΛΑΡΑΣ
Ο
Θανάσης Κλάρας
γεννήθηκε στις
27 Αυγούστου του
1905 στη Λαμία
προερχόμενος
από μια από τις
πιο επιφανείς
οικογένειες
της πόλης. Ο
πατέρας του, Δημήτριος
Κλάρας, ήταν
δικηγόρος (για
κάποιο
διάστημα
διετέλεσε και
πρόεδρος το
υ
Δικηγορικού
Συλλόγου της
πόλης) και η
μητέρα του, το
γένος Ζέρβα (πιθανόν
να υπήρχε
μακρινή
συγγένεια με
τον αρχηγό του
ΕΔΕΣ, Ναπολέοντα
Ζέρβα), ανήκε σε
οικογένεια
συμβολαιογράφου.
Κτήματα, ένα
ελαιοτριβείο
και
σαπωνοποιείο
ανήκαν στην
περιουσία της
οικογένειας. Ο
Θανάσης έζησε
τα παιδικά και
εφηβικά του
χρόνια στη
Λαμία, όπου από
μικρό παιδί
αγαπούσε τη
δράση του
δρόμου και την
παρέα με τα
φτωχόπαιδα της
γειτονιάς. Το
γυμνάσιο δεν το
τελείωσε, αν
και η επαφή του
με τα γράμματα
ήταν μεγάλη. Το
1919, σε ηλικία 14
χρόνων, φεύγει
από την πόλη
και μπαίνει
οικότροφος
στην «Αβερώφειο
Μέση Γεωργική
Σχολή Λάρισας».
Εκεί ο Θανάσης
είναι ένας
σχολαστικός
και επιμελής
μαθητής,
γεγονός που
εμφανίζεται
στα σωζόμενα
μέχρι σήμερα
μαθητικά του
τετράδια. Όταν
τελείωσε τη
Σχολή
επέστρεψε στη
Λαμία. Εκεί ο
πατέρας του
ελπίζει ότι θα
ασχοληθεί με τα
κτήματα της
οικογένειας
στη Στυλίδα.
Είχε μάλιστα
σκοπό να
επεκτείνει την
επιχείρησή του,
στην οποία ο
Θανάσης θα
μπορούσε να
αξιοποιήσει
τις γνώσεις του.
Αυτό όμως
αρνείται, διότι
πίστευε ότι «αν
γινόταν
πλούσιος…θα
έπαυε να
σκέφτεται τους
φτωχούς» και
προτιμά το
διορισμό του
στο Δημόσιο, ως
υπάλληλος του
υπουργείου
Γεωργίας. Στα 18
του χρόνια, ως
υπάλληλος της
Γεωργικής
Υπηρεσίας,
βρίσκεται στη
Δράμα, στο
συνοριακό
χωριό Μπούκια,
για να βοηθήσει
στον εποικισμό
των ακτημόνων.
Η άρνηση του
νεαρού Κλάρα να
συμμετάσχει
στα ρουσφέτια
της εποχής έχει
αποτέλεσμα τη
μετάθεση του
στα Τρίκαλα.
Απογοητευμένος
«από τις
ρεμούλες που
διαπιστώνει
και στη νέα του
θέση» δηλώνει
παραίτηση και
φεύγει για την
Αθήνα το 1923.
Ο
Θανάσης Κλάρας
στην Αθήνα
Η
πρώτη γνωριμία
του Κλάρα στην
Αθήνα γίνεται
με το
συμπατριώτη,
τότε φοιτητή
της Νομικής, Τάκη
Φίτσο, ο οποίος
τον φέρνει σε
επαφή με
επαναστατικές
οργανώσεις και
με τις
φιλολογικές
παρέες που
συχνάζουν στη
Δεξαμενή. Το 1924
περνάει στις
γραμμές του
κομμουνιστικού
κινήματος ως
μέλος της
Τοπικής
Επιτροπής της
Κομμουνιστικής
Νεολαίας της
Αθήνας (ΚΝΑ) και
δυο χρόνια
αργότερα
καλείται να
υπηρετήσει τη
θητεία του. Αν
και υποψήφιος
στη Σχολή
Εφέδρων
Αξιωματικών,
κόβεται επειδή
συμμετέχει σε
επεισόδιο. Από
δεκανέας, που
ήταν,
καθαιρείται
και στέλνεται
στον
Πειθαρχικό
Ουλαμό
Καλπακίου, το
πρώτο κάτεργο
που γνωρίζει
στη ζωή του.
Όταν απολύεται,
έχοντας
υπηρετήσει
επιπλέον τρεις
μήνες ως ποινή,
επιστρέφει και
πάλι στην Αθήνα.
Μέλος
πια της
Κομμουνιστικής
Νεολαίας,
διαδραματίζει
πρωταγωνιστικό
ρόλο σε πολλές
επιχειρήσεις
αποδράσεων
κρατουμένων
κομμουνιστών (δυο
φορές μάλιστα
είχε βοηθήσει
να δραπετεύσει
ο Νίκος
Ζαχαριάδης,
τότε ηγετικό
στέλεχος της
Κομμουνιστικής
Νεολαίας). Στα
τέλη του 1928
γίνεται
συντάκτης του «Ριζοσπάστη»
και όταν ο
αρχισυντάκτης
της εφημερίδας,
Αριστοτέλης
Τσουρτσούλης,
συλλαμβάνεται,
ο Κλάρας τον
αντικαθιστά
για αρκετό
διάστημα. Στα
τέλη του 1936
συλλαμβάνεται
και στέλνεται
στις φυλακές
της Αίγινας.
Από εκεί τον
Ιούνιο του 1939
μεταφέρεται
στις φυλακές
της Κέρκυρας,
από όπου
αποφυλακίζεται
αφού πρώτα
υπογράφει τη
γνωστή δήλωση
μετάνοιας.
Όταν
ο πόλεμος
ξεσπάει, ο
Κλάρας
καλείται στο
Πυροβολικό,
όπου είχε
υπηρετήσει, και
επιστρατεύεται
στο Μακεδονικό
Μέτωπο, στη 10η
πυροβολαρχία
του 3ου
Συντάγματος
του
αντιαεροπορικού
πυροβολικού. Με
την είσοδο των
Γερμανών και
την κατάρρευση
του μετώπου
επιστρέφει
στην Αθήνα πριν
φτάσουν στην
πόλη τα
γερμανικά
στρατεύματα.
Ο Άρης
Βελουχιώτης
καπετάνιος του
ΕΛΑΣ
Στην
προσπάθεια του
για
αντιστασιακό
αγώνα μεγάλη
ήταν η
συνεισφορά
κάποιων μικρών
κομμάτων, τα
οποία είχαν
αναπτύξει
αντιδικτατορική
δράση ενάντια
στο καθεστώς
του Μεταξά. Σε
αυτόν τον
πολιτικό χώρο
βρίσκονταν το «Σοσιαλιστικό
Κόμμα Ελλάδας»
(ΣΚΕ), το «Αγροτικό
Κόμμα Ελλάδας»
(ΑΚΕ) και η «Ένωση
Λαϊκής
Δημοκρατίας» (ΕΛΔ).
Στο τέλος του
δεύτερου
δεκαήμερου του
Σεπτεμβρίου
αντιπρόσωποι
αυτών των
κομμάτων και
του ΚΚΕ
συναντήθηκαν
και ξεκίνησαν
τις
διαδικασίες
για τη
δημιουργία του
εθνικοαπελευθερωτικού
μετώπου, οι
οποίες
ολοκληρώθηκαν
στις 27
Σεπτεμβρίου
του 1941 με την
ίδρυση του «Εθνικού
Απελευθερωτικού
Μετώπου» (ΕΑΜ). Αν
και στο πρώτο
χειμώνα
Κατοχής το ΕΑΜ
και άλλες
οργανώσεις
ασχολούνταν με
τα θέματα της
επιβίωσης,
παράλληλα η
κομμουνιστική
ηγεσία
προωθούσε τον
ένοπλο αγώνα, ο
οποίος μάλιστα
είχε
περιληφθεί και
στους στόχους
της 6ης
Ολομέλειας του
ΚΚΕ. Στις αρχές
Οκτωβρίου το
ΚΚΕ δημιουργεί
ένα εμβρυώδες «Στρατιωτικό
Κέντρο Αντίστασης»
(ΣΚΑ), το οποίο
αποτελούνταν
από κομματικά
στελέχη και
λίγους
αξιωματικούς,
με στόχο τη
μελέτη του
ένοπλου αγώνα.
Στα τέλη του
Οκτωβρίου-αρχές
Νοεμβρίου το
ΣΚΑ στέλνει το
Θανάση Κλάρα
στην περιοχή
της Λαμίας για
να μελετήσει
τις
δυνατότητες
ανάπτυξης
αντάρτικου
αγώνα.
Επιστρέφει το
Δεκέμβριο και
εισηγείται τη
δυνατότητα για
τη δημιουργία
ομάδων
ανταρτών,
πρόταση που,
παρά τις
διάφορες
αμφιβολίες,
έγινε δεκτή από
τη Κεντρική
Επιτροπή (Κ.Ε.)
του ΚΚΕ.
Καθώς
από τα τέλη του 1941
άρχισαν στην
ελληνική
ύπαιθρο να
εμφανίζονται
και άλλες
ένοπλες ομάδες,
η αντίληψη που
άρχισε να
σχηματίζεται
ήταν ότι το ΕΑΜ
θα έπρεπε να
κατευθύνει το
αγώνα της
Αντίστασης.
Έτσι, το ΣΚΑ
αναδιοργανώθηκε
και τη θέση του
πήρε, το
Δεκέμβριο του 1941,
η «Κεντρική
Στρατιωτική
Επιτροπή» (ΚΣΕ),
η οποία
ελεγχόταν πια
από το ΕΑΜ. Στις
αρχές
Ιανουαρίου του
1942 συνήλθε στην
Αθήνα η 8η
Ολομέλεια του
ΚΚΕ, στης
οποίας την
απόφαση
ορίζονταν
καθαρά η ανάγκη
ένοπλου αγώνα
και η
δημιουργία
στρατού της
Εθνικής
Αντίστασης, ενώ,
αντίστοιχα,
καθοριζόταν
και η φύση του
ένοπλου αγώνα.
Λίγες μέρες
αργότερα, το
ΚΚΕ και το ΕΑΜ
αποφάσισαν να
γνωστοποιήσουν
την απόφασή
τους για την
δημιουργία του «Ελληνικού
Λαϊκού
Απελευθερωτικού
Στρατού» (ΕΛΑΣ).
Στις 2
Φεβρουαρίου
του 1942
πραγματοποιήθηκε
στην Αθήνα
πολιτικοστρατιωτική
σύσκεψη με
σκοπό την
επίσημη ίδρυση
του Λαϊκού
Στρατού του ΕΑΜ.
Η Κ.Ε. του ΕΑΜ
ενέκρινε την
ίδρυση του
Λαϊκού Στρατού
και καθόρισε τη
σύνθεση της Κ.Ε.
του ΕΛΑΣ (η ΚΣΕ
μετονομάστηκε
σε Κ.Ε. του ΕΛΑΣ)
στις 10
Φεβρουαρίου
του 1942.
Το
Μάρτιο του 1942 ο
Θανάσης Κλάρας
αναχωρεί από
την Αθήνα, με
εντολή να
οργανώσει
ομάδες ενόπλων
στη Ρούμελη.
Από το σημείο
αυτό ο Θανάσης
Κλάρας θα
μείνει γνωστός
με το όνομα
Άρης
Βελουχιώτης.
Παράλληλα με
αυτή την κίνηση
δραστηριοποιούνται
οι οργανώσεις
του ΚΚΕ και του
ΕΑΜ σε όλη την
Ελλάδα για τη
δημιουργία
ομάδων ενόπλων.
Στις 22 Μαΐου 1942 ο
Άρης
Βελουχιώτης
σχηματίζει την
πρώτη του
ανταρτοομάδα,
έξω από την
Σπερχειάδα, που
στις 25 Μαΐου
αριθμούσε 15
αντάρτες. Το
καλοκαίρι του 1942
οι ανταρτική
κίνηση του
Βελουχιώτη
σταθεροποιείται και ο ΕΛΑΣ
περνάει στην
επιθετική
δράση εναντίον
των δυνάμεων
του εχθρού,
εκτελώντας
διάφορες
επιχειρήσεις,
με πιο
χαρακτηριστική
αυτή της
συνεισφοράς
του στην
ανατίναξη της
γέφυρας του
Γοργοπόταμου.
Από
τις αρχές του 1943
οι συμπλοκές
του ΕΛΑΣ
άρχισαν να
πολλαπλασιάζονται
και γίνονταν
πια με τμήματα
του εχθρικού
στρατού. Η
ανάπτυξη όμως
του ΕΛΑΣ ήταν
τόσο ραγδαία,
που η Κ.Ε. του
ΕΛΑΣ ήταν
αδύνατο να
διευθύνει τον
αγώνα από την
Αθήνα.
Αποφασίστηκε
λοιπόν η
δημιουργία
ενός νέου
οργάνου, του
Γενικού
Στρατηγείου (Γ.Σ.)
του ΕΛΑΣ για
την
αποτελεσματικότερη
διοίκησή του.
Με κοινή
απόφαση της Κ.Ε.
του ΕΑΜ και της
Κ.Ε του ΕΛΑΣ
ιδρύθηκε στις 2
Μαΐου του 1943 το Γ.Σ.
του ΕΛΑΣ, για
την ενιαία και
συντονισμένη
καθοδήγηση και
διεύθυνση του
αγώνα.
Η
διοίκηση του Γ.Σ.
ακολούθησε και
αυτή το τριπλό
σύστημα που
επικρατούσε
στην οργάνωση
του ΕΛΑΣ.
Στρατιωτικός
αρχηγός
τοποθετήθηκε ο
απότακτος του
κινήματος του 35
συνταγματάρχης
Στέφανος
Σαράφης,
καπετάνιος ο
Άρης
Βελουχιώτης
και
αντιπρόσωπος
της Κ.Ε. του ΕΑΜ ο Ανδρέας
Τζήμας (με το
ψευδώνυμο
Βασίλης
Σαμαριώτης).
Στα τέλη Μαΐου
τα μέλη της
διοίκησης του Γ.Σ.
συναντήθηκαν
στη Ρούμελη,
όπου
κατάρτισαν ένα
πρόχειρο
επιτελείο και
εξέδωσαν τις
πρώτες
διαταγές.
Τον
Απρίλιο του 1944 ο
Βελουχιώτης
εστάλη στην
Πελοπόννησο. Η
ανάπτυξη των
Ταγμάτων
Ασφαλείας (μονάδες
που είχαν
εξοπλίσει οι
Γερμανοί από
κοινού με την
κυβέρνηση Ράλλη)
στην
Πελοπόννησο
ένα επιπλέον
πρόβλημα στις
μονάδες του
ΕΛΑΣ έδρευαν
στην περιοχή. Ο
Βελουχιώτης
έδωσε στον ΕΛΑΣ
έναν πιο
επιθετικό
προσανατολισμό,
εξαπολύοντας
ισχυρές
επιθέσεις στις
βάσεις των
Ταγμάτων
Ασφαλείας κατά
τις παραμονές
της
απελευθέρωσης.
Την ίδια όμως
περίοδο ήταν
ένας από τους
πολλούς που
διαφώνησαν με
τις επιλογές
της ηγεσίας για
συμμετοχή στην
κυβέρνηση Παπανδρέου
και ανάθεση της
ηγεσίας στους
Βρετανούς. Και
όταν τον
Οκτώβριο του 1944,
έπειτα από
πολλές
επιτυχημένες
εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις
στην
Πελοπόννησο
επί ένα εξάμηνο,
επιστρέφοντας
στον τόπο
καταγωγής του,
ζητάει να
περάσει από την
Αθήνα, η ηγεσία
το αρνείται.
Μάταια
προσπαθεί το
Νοέμβριο του 1944
να πείσει τους
αντάρτες για το
«στραβό δρόμο»
και τη
σύγκρουση που
έρχεται. Λίγο
πριν από το
Δεκέμβριο
στέλνει στην
ηγεσία του
κόμματος ένα
σχέδιο για την
κατάληψη της
Αθήνας με τη
βοήθεια
δυνάμεων του
ΕΛΑΣ από τη
Στερεά και την
Πελοπόννησο, το
οποίο δεν
λαμβάνει καν
υπόψη. Την
περίοδο των
Δεκεμβριανών
κρατιέται σε
απόσταση, με το
να αποσταλεί
μαζί με τον Σ.
Σαράφη στην
Ήπειρο, όπου
διαλύει τις
δυνάμεις το
ΕΔΕΣ,
αναγκάζοντας
τις δυνάμεις
του Ζέρβα να
καταφύγουν
στην Κέρκυρα.
Μετά
τη Συνθήκη της
Βάρκιζας,
υπογράφει μαζί
με τον Σαράφη
μια «Ημερήσια
διαταγή του Γ.Σ.
του ΕΛΑΣ» (στις 16
Φεβρουαρίου
του 1945), στην
οποία
αναφερόταν ότι
ο ένοπλός
αγώνας του ΕΛΑΣ
τελείωνε και ο
ΕΛΑΣ
αποστρατεύεται.
Στη συνέχεια με
μια ομάδα
συντρόφων του
άρχισε την
περιπλάνηση
του στα βουνά.
Στα τέλη του
Φεβρουαρίου
κάνει ακόμη μια
μάταιη
προσπάθεια
επαφής με τους
άλλους
καπετάνιους,
αλλά σταδιακά
οι οργανώσεις
τον απομόνωναν
και λίγοι ήταν
αυτοί που
έδειξαν
προθυμία για να
τον
ακολουθήσουν.
Τις κινήσεις
αυτές του
Βελουχιώτη τις
πληροφορείται
το κόμμα και
αντιδρά έντονα.
Του ζητάνε ή να
γυρίσει στην
Αθήνα ή να
φύγει σε μια
ανατολική χώρα.
Πέρα
όμως από τη
μεγάλη φήμη του,
η πειθαρχία
προς τις
εντολές του ΚΚΕ
αποτελούσε
ίσως το
σημαντικότερο
παράγοντα, τόσο
για τον εαυτό
του όσο και για
τους γύρω του.
Καταλυτική
ήταν η
επιστροφή του
Νίκου
Ζαχαριάδη από
τη Γερμανία,
όπου
κρατούνταν
όμηρος στο
στρατόπεδο
συγκέντρωσης
του Νταχάου, ο
οποίος έσπευσε
αμέσως να
καταδικάσει
της απειθαρχία
του Άρη. Στις 12
Ιουνίου του 1945 το
ΚΚΕ, σε μια
μικρή στήλη
στον «Ριζοσπάστη»
που
δημοσιεύτηκε
δίπλα στα
αθλητικά και τα
θέματα της
ημέρας,
αποκήρυξε τον
Βελουχιώτη με
ένα πολύ σκληρό
δημοσίευμα, του
οποίου ένα
απόσπασμα
χαρακτηριστικά
ανέφερε: «Ο σ.
Ζαχαριάδης μας
ανακοίνωσε ότι
η Κ.Ε του ΚΚΕ,
αφού συζήτησε
πάνω σε
εκθέσεις που
ήλθαν από
διάφορες
κομματικές
οργανώσεις,
αποφάσισε να
καταγγείλει
ανοιχτά την
ύποπτη και
τυχοδιωκτική
δράση του Άρη
Βελουχιώτη (Θανάση
Κλάρα ή Μιζέρια)».
Το
τέλος του
Βελουχιώτη δεν
άργησε να έρθει.
Στις 16 του ίδιου
μήνα, πιο μόνος
παρά ποτέ,
κυκλωμένος από
το στρατό και
παρακρατικούς,
αυτοκτόνησε
κοντά στις
όχθες του
Αχελώου. Δυο
μέρες αργότερα
το κεφάλι του,
κομμένο,
κρεμόταν από το
φανοστάτη των
Τρικάλων.
Ο ΑΡΗΣ
ΚΑΤΑ ΤΗ
ΜΕΤΑΞΙΚΗ
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Όλη
η διαδρομή του Άρη
Βελουχιώτη,
από τη γέννησή
του ως και το
θάνατό του,
παρέχει
πλούσιο
εμπειρικό
υλικό που
στηρίζει
θεωρητικές
υποθέσεις
σχετικές με τη
θεωρία της
πολιτικής
ηγεσίας και
ιδιαίτερα της
επαναστατικής
ηγεσίας. Τόσο η
πρώιμη
ριζοσπαστικοποίηση
της
προσωπικότητας
του Θανάση Δ.
Κλάρα όσο και η
περίοδος
κυοφορίας και
ανάδειξης του
επαναστατικού
ηγέτη Άρη
Βελουχιώτη
μπορούν ως ένα
βαθμό να
ερμηνευθούν
μέσα από
μεθοδολογικές
προσεγγίσεις
που
εντάσσονται
στη σύγχρονη
θεωρία της
επαναστατικής
ηγεσίας. Χωρίς
να είναι
πρόθεσή μας εδώ
να
υπεισέλθουμε
σε αυτές,
άλλωστε ο χώρος
δεν το
επιτρέπει, θα
πρέπει να πούμε
ότι κάθε πτυχή
της ζωής ενός
επαναστατικού
ηγέτη έχει
ενδιαφέρον για
την ολοκλήρωση
της
προσωπικότητάς
του και τη
ερμηνεία της
συμπεριφοράς
του. Υπάρχουν
προσεγγίσεις
που δίνουν
έμφαση σε
ψυχολογικούς
παράγοντες,
άλλες σε
κοινωνικοϊστορικούς
και άλλες στις
περιστάσεις
εκείνες που
ταιριάζουν στα
ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά
της
προσωπικότητας
ενός ηγέτη.
Η
συνωμοτική και
οργανωτική
κομματική του
δράση: οι
αποδράσεις
Η
μεταξική
δικτατορία
βρίσκει τον
Θανάση Κλάρα σε
πλήρη
κινητικότητα,
δηλαδή
ασυνήθιστη για
πολλούς
κομματική
οργανωτική και
συνωμοτική
δράση. Σε μια
εποχή
χαφιεδισμού
ανάμεσα στα
μέλη και τα
στελέχη του
κόμματός του,
αυτός ήταν από
τους λίγους που
είχε την
εμπιστοσύνη
όλων.
Αναλάμβανε και
τις
περισσότερες
φορές
ολοκλήρωνε με
επιτυχία
πολλές
επικίνδυνες
αποστολές,
συνωμοτικού
και
εμπιστευτικού
χαρακτήρα,
αψηφώντας
κινδύνους για
τη σωματική του
ακεραιότητα
και ασφάλεια. Ο
Θανάσης Κλάρας
υπήρξε ο
εγκέφαλος
μεγάλων
αποδράσεων.
Όπως γράφει ο Κ.
Γκριτζώνας: «δεν
ήταν καθόλου
εύκολη δουλειά
μια απόδραση.
Εκτός από τόλμη
απαιτούσε και
μυαλό». Είχε
ήδη στο
ενεργητικό του
από τα
προηγούμενα
χρόνια την
οργάνωση και
επιτυχή
εκτέλεση
σχεδίων
απόδρασης
σημαντικών
κομματικών
στελεχών,
μεταξύ των
οποίων ήταν και
ο ίδιος ο
γραμματέας του
ΚΚΕ Νίκος
Ζαχαριάδης.
Τέτοιες
επιτυχείς
μεγάλες
αποδράσεις με
κύριο οργανωτή
το Θανάση Κλάρα
ήσαν αυτές που
έγιναν λίγα
χρόνια πριν από
τη μεταξική
δικτατορία,
όπως ήταν αυτή
που πέτυχε την
απόδραση του Ν.
Ζαχαριάδη από
το Τμήμα
Μεταγωγών στη
Πλάκα (1929). Αξίζει
επίσης να
αναφερθεί η
μεγάλη
απόδραση
συντρόφων με
βαριές ποινές
από τις φυλακές
της Αίγινας το
Μάιο του 1934, στην
οποία συνέβαλε
βοηθώντας απ’
έξω. Έτσι ο
Θανάσης Κλάρας
ως τις
παραμονές της
δικτατορίας
της 4ης
Αυγούστου
αναδεικνύεται
σε έναν από
τους
καλύτερους
οργανωτές του
κόμματος, μια
πληθωρική και
πολυσύνθετη
προσωπικότητα,
που αν και νέος
είχε μια τόσο
πλούσια δράση.
Σύλληψη,
φυλάκιση,
βασανιστήρια
Είχαν ήδη
προηγηθεί το
πέμπτο και έκτο
συνέδριο του
ΚΚΕ το Μάρτιο
του 1934 και ο
Δεκέμβριο του 1935.
Ήδη η Κ.Ε. του ΚΚΕ,
σε έκτακτη
συνεδρίασή της
δυο μέρες μετά
την κήρυξη της
μεταξικής
δικτατορίας,
είχε πάρει
αποφάσεις για
οργάνωση αγώνα
κατά της
φασιστικής
δικτατορίας
του Μεταξά,
στον οποίον ο Θ.
Κλάρας
επιδόθηκε με
ιδιαίτερο ζήλο
και
οργανωτικότητα.
Λίγο καιρό όμως
αργότερα, περί
τα τέλη του 1936, η
Ασφάλεια του Μανιαδάκη
συλλαμβάνει το
Θανάση Κλάρα
στην Αθήνα για
διανομή
αντιφασιστικού
υλικού. Τον
φυλακίζουν
στην Αίγινα.
Την
Πρωτοχρονιά
του 1937 θα τον
φέρουν στα
κρατητήρια της
Ασφάλειας
Αθηνών μαζί με
άλλους είκοσι.
Ανάμεσά τους
ξεχωρίζει ο Θ.
Κλάρας με το
χιούμορ και την
αισιοδοξία του.
Ωστόσο, θα
επιδιώξουν να
τον κάμψουν
μέσα από τα
βασανιστήρια
και τον
εξευτελισμό
της
προσωπικότητας.
Λίγες μέρες
αργότερα θα τον
στείλουν στις
φυλακές της
Αίγινας, απ’
όπου θα τον
φέρουν πάλι
στην Αθήνα για
να τον δικάσουν.
Εκεί στα
δικαστήρια του
«Αρσακείου» με
ασυνήθιστη
σβελτάδα θα
εκμεταλλευτεί
την ευκαιρία
λόγω
απροσεξίας των
φυλάκων και θα
δραπετεύσει
μαζί με άλλους
συγκρατούμενους.
Έτσι, ελεύθερος,
θα αναλάβει
πάλι κομματικά
καθήκοντα
μακριά, στη
Μακεδονία. Στη
Δράμα όμως
γρήγορα
συλλαμβάνεται
για
αντιφασιστική
δράση και πρώτη
του καταδίκη σε
3 μήνες φυλακή
αφορά μόνο
πλαστογραφία
ταυτότητας. Από
τη Δράμα
μεταφέρεται
στις φυλακές
Αίγινας ως
υπόδικος για
παράβαση του Ν. 117,
που είχε
αντικαταστήσει
τον περίφημο
νόμο του «Ιδιώνυμου».
Με την απόφαση
6512/31.3.1938
καταδικάζεται
για
αντιφασιστική
δράση για
Πλημμελειοδικείο
Αθήνας σε 4
χρόνια
φυλάκισης.
Εκεί
στις φυλακές
Αίγινας θα
συναντηθεί με
τον Λευτέρη
Αποστόλου, ο
οποίος γράφει
χαρακτηριστικά
για τη
συνάντηση αυτή:«Έτσι,
κατά το 1938 ένα
απόγευμα, μαζί
με μερικούς
άλλους
νεοφερμένους,
έμπαινε στην
ακτίνα μας και
ο Θανάσης
Κλάρας. Ήταν
αδύνατος και το
χλωμό χρώμα του
προσώπου του
έδειχνε
άνθρωπο που θα
έπρεπε για
αρκετό χρόνο να
είχε ζήσει
κλεισμένος σε
κρατητήριο
χωρίς να τον
δει ο ήλιος».
Παρά
τα αυστηρά
μέτρα
επιτήρησης των
φυλακών, στο
πλαίσιο της «μορφωτικής»
επιτροπής ο
Θανάσης Κλάρας
θα αναπτύξει
δράση
ιδεολογικής
διαφώτισης και
εξύψωσης του
μορφωτικού
επιπέδου των
φυλακισμένων.
Παράλληλα όμως
έχει καθήκοντα
διερεύνησης
των συνθηκών
κάτω από τις
οποίες είχαν
γίνει
συλλήψεις
συντρόφων του
με σκοπό να
εντοπίσει τους
πιθανούς
χαφιέδες. Η
δραστηριότητα
αυτή που του
είχε γίνει
έμμονη ιδέα
ανακόπτεται
προσωρινά με τη
μεταγωγή του,
τον Ιούνιο 1939
στις φυλακές
της Κέρκυρας.
Εκεί είναι
φυλακισμένος
και ο Νίκος
Ζαχαριάδης, με
τον οποίον ο
Θανάσης Κλάρας
επιδιώκει
επαφή. Μια
παράτολμη
κίνηση του σε
διπλανό κελί,
που γειτνίαζε
με του
Ζαχαριάδη,
υπέπεσε στην
αντίληψη ενός
φύλακα που τον
έφερε πάλι στο
δικό του κελί.
Ωστόσο λέγεται
ότι μια ατελής
επικοινωνία
γινόταν μέσω
του κώδικα Μορς.
Αυτή είναι η
ευνοϊκότερη
εκδοχή για τη
δικαιολόγηση
της «δήλωσης»
νομιμοφροσύνης
που θα κάνει
τον επόμενο
μήνα της
κράτησής του
στις φυλακές
της Κέρκυρας (Ιούλιος
1939).
Υποστηρίζονται
και άλλες
εκδοχές για την
ερμηνεία της
πράξης «δήλωσης»,
για τις οποίες
έχει χυθεί
αρκετό μελάνι
και δεν είναι
δυνατόν να
αναπτυχθούν
εδώ, αρκεί να
επισημανθεί
ότι τελικά αυτή
του η δήλωση
στράφηκε
εναντίον του.
O
Λευτέρης
Αποστόλου,
αναφερόμενος
σε δυο-τρεις
συναντήσεις
του με τον Άρη,
τη μια πριν από
την ίδρυση του
ΕΑΜ, γράφει: «Όλη
η ιστορία του
Θανάση Κλάρα
στο κίνημα, από
το 1923 που τον
πρωτογνωρίζω
μέχρι το 1940 που θα
τον συναντούσα,
ο ίδιος ο
χαρακτήρας του
και η ψυχολογία
του απέκλειαν
την απλή ακόμα
υπόνοια να είχε
σπάσει κάτω από
ένα
οποιοδήποτε
καθεστώς
πιέσεων… Έτσι,
αν τη δήλωση
την είχε κάνει
ακόμα με δική
του
πρωτοβουλία
ήταν πράξη
ξεχωριστού
θάρρους που τον
τιμούσε ακόμα
περισσότερο».
Αποτιμώντας
ψύχραιμα το όλο
ζήτημα της
δήλωσης ο
Λευτέρης
Αποστόλου θα
καταλήξει: «Ήταν
πράξη
ξεχωριστού
πολιτικού
θάρρους, που
πρέπει να
προστεθεί στη
θετική συμβολή
του Θανάση
Κλάρα-Άρη
Βελουχιώτη στο
κίνημα».
Η
μεταμορφωτική
δύναμη της «δήλωσής»
του
Χωρίς να
παραγνωρίζουμε
τα κίνητρα μιας
κατ’ αρχάς «δήλωσης»
εδώ, αλλά και
κάθε πράξης
ενός
σημαίνοντος
στελέχους, δεν
πρέπει να
παρασυρθούμε
και να
αγνοήσουμε τις
επιπτώσεις και
συνέπειες της
πράξης αυτής
πέραν των άλλων
στη μετέπειτα
πορεία ου
στελέχους
αυτού. Τοσούτο
μάλλον καθ’
όσον αυτό το
στέλεχος
αναδεικνύεται
σε ηγέτη ενός
ολόκληρου
αντιστασιακού
κινήματος. Ο
ίδιος ο Θανάσης
Κλάρας, ως Άρης
Βελουχιώτης, θα
πει σε μια
εξομολογητική
του στιγμή: «Δεν
ήταν καλό που
έκανα δήλωση.
Δεν έκανα καλά.
Αλλά ήθελα να
βοηθήσω το
κόμμα απ’ έξω
και να το
προφυλάξω. Το
μόνο που θέλω
είναι να
λογοδοτήσω σε
κομματικό
δικαστήριο για
τη στάση μου
και τη δράση
μου. Θέλω το
κόμμα μου να με
ακούσει και ας
αποφασίσει
οτιδήποτε».
Λίγο αργότερα (1944)
θα
εξομολογηθεί
σε συντρόφους
του: «Αχ, φταίει
το κεφάλι μου ,
που για μια
στιγμή
επικράτησε
μέσα μου η
διάθεση να βγω
έξω και να
δράσω». Αυτή η
τελευταία
φράση του «να
βγω έξω και να
δράσω»
ταιριάζει
απόλυτα στην
ψυχολογία και
ιδιοσυγκρασία
του Θανάση
Κλάρα. Παρά τα
βασανιστήρια
και τους
ηθικούς
εξευτελισμούς
της
προσωπικότητάς
του, διατήρησε
μέσα του το
σφρίγος και τη
σβελτάδα
σώματος και
ψυχής, που
ζητούσαν
διέξοδο για
δράση. Αυτή η
λαχτάρα του για
δράση, που
υπάκουε σε μια
συγκεκριμένη
αποστολή-ψυχική
ανάγκη,
μετέτρεψε την
περίφημη αυτή
δήλωση σε ένα
εργαλείο
μεταμορφωτικής
δύναμης που
φάνηκε ευθύς
αμέσως. Ο ίδιος
όχι μόνο δεν
είναι τότε το
παραμικρό
ίχνος
ψυχολογίας «δηλωσία»,
αλλ’ αρχίζει
αμέσως,
διαψεύδοντας
την ίδια «δήλωση
νομιμοφροσύνης»
, με τη
συνεργασία
συντρόφων του,
να ξεσκεπάζει,
τις προδοτικές
τακτικές της
Ασφάλειας του
Μανιαδάκη και
να εντοπίζει τα
«χαφιεδικά
στοιχεία»,
περιφρουρώντας
το κόμμα και
εμψυχώνοντας
παντοιοτρόπως
δεκάδες
παλιούς,
πιστούς
συντρόφους.
Είναι
προφανές ότι η «δήλωση»
του αυτή ήταν
σημείο τομής
στη ζωή του.
Γιατί στο
ψυχικό επίπεδο
υπήρξε παράγων
μεταστροφής
του, σε βαθμό
που ο αδελφός ο Μπάμπης
Κλάρας, που τον
έζησε από κοντά
όσο λίγοι, να
λέει ότι «έγινε
άλλος άνθρωπος».
Αυτό
επιβεβαιώνεται
από την
ιστορική
εξέλιξη των
πραγμάτων και
τη μετέπειτα
συμπεριφορά
του Θανάση
Κλάρα.
Από
Θανάσης Κλάρας
γίνεται Άρης
Βελουχιώτης
Καταλυτικό
γεγονός για τη
μετέπειτα
πορεία και εξέλιξη
του Θανάση
Κλάρα υπήρξε ο
Β’ Παγκόσμιος
Πόλεμος. Με την
κήρυξη του
πολέμου
παρουσιάζεται
στη μονάδα του
και
αναλαμβάνει ως
«αρχηγός
στοιχείου»,
αντιαεροπορικής
πυροβολαρχίας,
η οποία
διακρίθηκε για
την ευστοχία
της, την
πειθαρχία και
το θάρρος των
ανδρών της.
Επιστρέφοντας
από το μέτωπο
και
αποχωριζόμενος
στο Σχηματάρι
τους
συντρόφους του
φαντάρους θα
πει: «να
συνεχίσουμε
τον πόλεμο»,
ενώ λίγο
αργότερα σε
μεγαλύτερη
συγκέντρωση
φαντάρων που
μόλις είχαν
γυρίσει από το
μέτωπο θα τους
μιλήσει
ανοιχτά πλέον.
Ανεβασμένος
στα σκαλοπάτια
μιας οικίας
στην 3ης Σεπτεμβρίου
(Λαύριο) θα τους
πει: «Όσοι δεν
έχετε
παραδώσει τον
οπλισμό σας να
μην τον
παραδώσετε, να
τον φυλάξετε. Ο
αγώνας για την
πατρίδα τώρα
αρχίζει». Τα
λόγια του αυτά
θα
μετουσιωθούν
σε λίγο σε
σύσταση προς
κομματικούς
συντρόφους που
θα
διαμορφώσουν
το πλαίσιο της
αντιστασιακής
οργάνωσης. Ο Γιάννης
Χατζηπαναγιώτου
παραστατικά
γράφει: «15 Μαΐου
1941. Στο δασύλλιο
μεταξύ
Ζωγράφου-Καισαριανής-Κουπονίων
στην Αθήνα.
Λίγοι φίλοι
μαζεμένοι
ανάμεσα σε
πυκνά πεύκα,
και ένας κοντός,
αδύνατος,
ξερακιανός, μα
γεμάτος δύναμη
και νεύρο, να
μας μιλήσει. Ο
Θανάσης Κλάρας,
ο κατοπινός
Άρης
Βελουχιώτης.
Παλιός
αγωνιστής και
φίλος…Και να
επιμένει πως ο
πόλεμος
συνεχίζεται…Μην
αμφιβάλλετε
πως γρήγορα θα
το σκάσουν και
τα παλικάρια
του κόμματος
από τα
ξερονήσια και
τις φυλακές και
θα βρεθούν στις
πρώτες γραμμές
του
εθνικολαϊκού
αγώνα που θα
αρχίσουμε».
Την
πρώτη αυτή
σύσκεψη που
προσδιόρισε
τις βασικές
θέσεις του Άρη
την
ακολούθησαν
και άλλες
πολλές για να
οδηγήσουν στην
ίδρυση του ΕΑΜ (27
Σεπτεμβρίου 1941)
και λίγο
αργότερα του
ΕΛΑΣ (Δεκέμβριο),
για τα οποία
δεν μπορεί να
γίνει εδώ λόγος,
μέσα από τη
σύλληψη της
ιδέας, τους
κανόνες και τις
εργώδεις
προσπάθειες
υλοποίησής της
από τον ίδιο
τον Θανάση
Κλάρα. Από τα
Χριστούγεννα
του 1941
εγκαθίσταται
στη Σπερχειάδα
που τη
χρησιμοποιεί
ως ορμητήριο
στα γύρω χωριά
απ’ όπου
στρατολογεί
αντάρτες, τους
περίφημους «κλαρίτες».
Τους εμψυχώνει
και όταν τους
βλέπει
πρόθυμους και
βιαστικούς,
τους ρωτάει
ρουμελιώτικα: «Βαστάει
η περδικούλα
σου; Όταν θα
φτάσει η ώρα θα
τα πούμε». Ωστόσο
ένας από τους
πρώτους
αντάρτες
κάποια στιγμή
του λέει: «Εγώ
δίχως
κομματική
απόφαση ούτε το
δάχτυλό μου δεν
κουνώ», για να
πάρει την
απάντηση: «Το
αντάρτικο,
σύντροφε, δεν
γίνεται με
κομματικές
αποφάσεις.... Το
ντουφέκι θέλει
ψυχή το ρημάδι
να κελαηδήσει!».
Σαν βγήκε η
ιδρυτική
διακήρυξη του
ΕΛΑΣ (16
Φεβρουαρίου) κι
αργότερα έλαβε
την εντολή του
κόμματος περί
τα μέσα του
Απριλίου 1942 για
να αναλάβει τη
δημιουργία του
αντάρτικου στη
Ρούμελη, θα πει
παραγματικά
στον
Χατζηπαναγιώτου:
«Επιτέλους την
πήραμε. Όλα θα
πάνε καλά, λέει
και ξαναλέει.
Μιλάει σαν να
ονειρεύεται,
χωρίς, ωστόσο,
να του ξεφεύγει
η
πραγματικότητα».
'Έπειτα
από την
ιστορική
σύσκεψη στη
Λαμία της 14ης
Μαΐου 1942 βγαίνει
η διακήρυξη που
θέτει τους
στόχους και
δημοσιεύτηκε
στο «Λαμιακό
Τύπο» με τον
τίτλο: ΕΜΠΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ
ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ, που
κυκλοφορεί σε
χιλιάδες
αντίτυπα. Ο
Άρης γυρίζει
στους αντάρτες
του που τον
περιμένουν
όλοι ανυπόμονα
στη Σπερχειάδα
και θα τους
εμψυχώσει
λέγοντας: «Η
αποστολή μας
είναι να
πολεμήσουμε
τους Γερμανούς
και Ιταλούς που
σκλάβωσαν την
χώρα μας...
Είμαστε
στρατιώτες του
ΕΛΑΣ» και
συνεχίζει: «Εμένα
από δω και πέρα
θα με ξέρετε
και θα με
φωνάζετε Άρη.
Θα είμαι ο Άρης
Βελουχιώτης>>. Όπως
αφηγείται ο
Παπακόγκος: «Ο
Άρης έλαμπε
ολάκερος,
θωρώντας τους
αντάρτες του
που γίναν' πάλι
δεκατέσσερις.
Καμάρωνε,
πηγαινοερχόταν,
μιλούσε μ' όλο
του το κορμί,
καλαμπούριζε,
τρανταζόταν η
καλύβα από τα
γέλια».
Σε λίγο οι
αντάρτες θα
δώσουν τον όρκο:
«Εγώ, παιδί του
εργαζόμενου
ελληνικού λαού,
ορκίζομαι να
αγωνιστώ για να
διώξω τον εχθρό
της πατρίδας
μας από τον
τόπο... να
αγωνιστώ μεσα
από τις γραμμές
του ΕΛΑΣ για
την ελευθερία
του λαού». Ο
Άρης
Βελουχιώτης,
πλέον
συνεπαρμένος
από την
αποστολή του,
θα πορευτεί
μαζί με τους
αντάρτες του
στη Δόμνιστα
Ευρυτανίας από
όπου θα σηκώσει
τη σημαία της
Εθνικής
Αντίστασης, ως
αρχηγός και
πρωτοκαπετάνιος
της. Είναι
Κυριακή, 7
Ιουνίου 1942, που
μπαίνει στη
Δόμνιστα: «“Να
φωνάξετε τον
πρόεδρο, τον
παπά και τον
δάσκαλο
νάρθουν εδώ που
τους θέλω κι αν
υπάρχει και
γιατρός νάθει
κι΄ ο γιατρός”.
Όταν έφτασαν
αυτοί, τους
έδωσε το χέρι
και συστήθηκε:
Άρης
Βελουχιώτης,
ταγματάρχης
του
πυροβολικού. Να
χτυπήσουμε την
καμπάνα
πρόεδρε, να
έρθουν οι
χωριανοί; Σα
γέμισε η
πλατεία από
κόσμο,
καθισμένος σε
μια καρέκλα,
τους μιλά
χαμηλόφωνα: “Εμείς
που μας βλέπετε
απόψε εδώ στο
χωριό σας,
είμαστε
αντάρτες.
Βγήκαμε στο
βουνό για να
πολεμήσουμε
για τη λευτεριά
της πατρίδας
μας... Οι
αντάρτες του
ΕΛΑΣ
συνεχίζουν το
έργο της
κλεφτουριάς
του 1821. Και ΕΛΑΣ
θα πει
Ελληνικός
Απελευθερωτικός
Στρατός”. Και με
φωνή που έγινε
βροντερή, βαριά
τελετουργική,
θα αναφωνήσει:
Κηρύσσω την
Επανάσταση
κατά των ξένων
κατακτητών και
των ντόπιων
συνεργατών
τους!».
Ο
ΑΡΗΣ
ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ Ο ΕΛΑΣ
Η
ένοπλη
Αντίσταση
Κάτω
από το γενικό
όρο Αντίσταση,
Εθνική
Αντίσταση αν
προτιμάτε,
κρύβονται
πολλές
επιμέρους
ενέργειες,
πολλές
καταστάσεις
και
περιπτώσεις,
άνισες μεταξύ
τους σε σημασία,
μερικές φορές
αντιφατικές,
άλλες φορές
αμήχανες. Μία
όποια
εγκύκλιος
ιερωμένου για
την σωτηρία
μικρών
Εβραιόπουλων,
λόγου χάρη, όσο
σημαντική κι αν
ήταν στη
συγκυρία της
τότε σκοτεινής
εποχής, δύσκολα
μπορεί να
αποδοθεί με τον
ίδιο ορισμό που,
την ίδια στιγμή,
πιστοποιεί την
επανάσταση και
την ανατροπή
κοινωνικών και
πολιτικών
σταθερών σε μια
ολόκληρη χώρα.
Το πλήθος των
διαφορετικών
εννοιών και
σημαινόμενων,
οι διαφορές στα
μεγέθη και στην
ποιότητα,
καθιστούν τον
όρο Αντίσταση
αόριστο και
σε τελευταία
ανάλυση
προβληματικό
στο να
προσδιορίσει
τα συμβαίνοντα
τόσο στις μέρες
μας όσο και
στις εποχές
στις οποίες ο
όρος αυτός
αναφέρεται.
Ο
προσδιορισμός
ένοπλη
Αντίσταση
προσδίδει στον
όρο
ακριβέστερα τα
χαρακτηριστικά.
Το γιατί, είναι
προφανές. Στο
πλαίσιο ενός
μεγάλου
πολέμου που
όμοιό του δεν
είχε ποτέ πριν
γνωρίσει η
ανθρωπότητα,
στο πλαίσιο της
κατάκτησης της
χώρας από ξένα
στρατεύματα,
στο πλαίσιο
ενός βίαιου
καθεστώτος που
δημιούργησαν
οι κατακτητές
και όσοι-για
πολλούς και
διάφορους
λόγους-επέλεξαν
να
συνεργαστούν ή
και να
συστρατευθούν
μαζί τους, η
προσφυγή στην
ένοπλη
αναμέτρηση,
είτε με τον
κατακτητή είτε
με τον
εσωτερικό
κοινωνικό και
πολιτικό
αντίπαλο,
εμπεριείχε μια
καίρια ρήξη με
τα ως τότε
ισχύοντα. Η
ενεργός
συμμετοχή στον
πόλεμο, με
τρόπο μάλιστα
μαζικό, με
στρατούς και
κανόνες
τακτικού
πολέμου,
αποδείκνυε
με τον
διαυγέστερο
τρόπο την
πολιτική
επιτυχία
εκείνων των
δυνάμεων που
αποφάσισαν, σε
δύσκολους
καιρούς, να
προασπίσουν τη
χώρα και το λαό
της. Με άλλα
λόγια χωρίς τον
ΕΛΑΣ, τον
Ελληνικό (Εθνικό)
Λαϊκό
Απελευθερωτικό
Στρατό, η
Εθνική
Αντίσταση των
Ελλήνων στη
διάρκεια
κατοχής της
χώρας από τις
δυνάμεις του
Άξονα θα ήταν
κάτι το τελείως
διαφορετικό
από εκείνο που
γνωρίζουμε πως
ήταν.
Η
δημιουργία του
ΕΛ.ΑΣ
Η ιδέα της
ενεργού
συμμετοχής
στον πόλεμο
υπήρχε στις
προϋποθέσεις
του
Κομμουνιστικού
Κόμματος της
Ελλάδας πριν
ακόμα
δημιουργηθούν
οι βασικές
προϋποθέσεις
για κάτι τέτοιο.
Θα μπορούσε
καείς να
υποθέσει ότι οι
εκκλήσεις της
Σοβιετικής
Ένωσης για
δυναμικές
ενέργειες
ενάντια στο
κατακτητή, ο
οποίος, από τις 22
Ιουνίου του 1941,
απειλούσε με
καταστροφή τη
μητρόπολη του
κομμουνιστικού
κινήματος,
επέδρασαν
καταλυτικά σε
αυτή την
επιδίωξη.
Οπωσδήποτε δεν
ήταν μόνο αυτός
ο λόγος.
Πολλούς μήνες
νωρίτερα, τις
πρώτες μέρες
του
ελληνοϊταλικού
πολέμου, ο
ηγέτης του ΚΚΕ, Νίκος
Ζαχαριάδης,
στη γνωστή
επιστολή του,
έδωσε το στίγμα
των καιρών. Ο
πόλεμος
ενάντια στο
φασισμό και το
ναζισμό, η
προάσπιση της
πατρίδας, ήταν
καθήκον των
κομμουνιστών
ανεξάρτητα από
το αν η
Σοβιετική
Ένωση
βρισκόταν σε
εμπόλεμη
κατάσταση με
τον χιτλερισμό.
Οι βιαστικές-και
ως εκ τούτου με
καταστροφικές
συνέπειες-ένοπλες
ενέργειες των
αποκομμένων
από τη κεντρική
καθοδήγηση του
ΚΚΕ
κομμουνιστικών
οργανώσεων της
Μακεδονίας, το
καλοκαίρι του 1941,
πιστοποιούσαν
αυτή την
αδημονία των
κομμουνιστών
να πλήξουν τον
κατακτητή με τα
μέσα του
πολέμου.
Η
υλοποίηση
αυτών των
επιθυμιών και
προθέσεων όμως
ήταν μια άλλη
δύσκολη
ιστορία. Όταν
άρχισε η Κατοχή,
η οργανωτική
δύναμη του ΚΚΕ
αποτελούνταν
από περίπου 2.000
στελέχη
φυλακισμένα σε
φυλακές και
στρατόπεδα
τύπο
Ακροναυπλίας ή
εξόριστους σε
απομονωμένα
νησιά, από
πολλές
χιλιάδες «δηλωσίες»,που
είχαν γράψει
την αιτούμενη
από το καθεστώς
του Μεταξά
δήλωση
μετανοίας και
αποκήρυξης του
κομμουνισμού
και, ως εκ
τούτου, είχαν
εκπέσει της
κομματικής
εμπιστοσύνης
και ταυτότητας,
καθώς και από
μερικές
δεκάδες μέλη
και στελέχη που
ναι μεν είχαν
αποφύγει τη
σύλληψη, αλλά
που, στις
περισσότερες
των
περιπτώσεων,
είχαν χάσει τη
σύνδεσή τους με
τους
κομματικούς
μηχανισμούς
και
αντιμετώπιζαν
με καχυποψία
κάθε επαφή στις
διαβρωμένες
από την Ειδική
Ασφάλεια και
αποσαθρωμένες
οργανώσεις του
ΚΚΕ. Το κύρος
που διατηρούσε
το ΚΚΕ στην
κοινωνία
οφειλόταν
περισσότερο
στον ίδιο τον
αντίπαλο παρά
στις δικές του
προσπάθειες
και ενέργειες.
Ο επίμονος αντι-κομμουνισμός
του καθεστώτος
της 4ης-Αυγούστου
στο εσωτερικό,
του φασισμού
και του
ναζισμού στο
εξωτερικό, είχε
πείσει πολύ
κόσμο ότι η πιο
σταθερή και
αξιόπιστη
δύναμη
αντίστασης σε
αυτές ήσαν οι
κομμουνιστές.
Άσχετα αν οι
τελευταίοι
έπρεπε να
κτίσουν σχεδόν
από την αρχή
τις δυνάμεις
τους.
Μέσα
σε αυτές τις
συνθήκες η
ενασχόληση με
την ένοπλη
Αντίσταση και
τον ΕΛΑΣ ήταν
φυσικό να
καθυστερήσει. Ο
πρώτος χρόνος
της Κατοχής,
δηλαδή από το
Μάιο του 1941 ως το
Μάιο του 1942,
υπήρξε μια
εξαιρετικά
δραστήρια και
γόνιμη σε κάθε
πεδίο εποχή.
Οργανωτικά το
ΚΚΕ μπόρεσε να
αποκαταστήσει
σε κάποιο βαθμό
τη λειτουργία
του και να
δημιουργήσει
το ευρύτερο
οργανωτικό
πλαίσιο, το
Εθνικό
Απελευθερωτικό
Μέτωπο, ΕΑΜ,
μέσα από το
οποίο θα
ενοποιούσε και
θα καθοδηγούσε
τις επιμέρους
αντιστασιακές
ενέργειες και
πρωτοβουλίες.
Το κυριότερο
ήταν όμως ότι,
στο ίδιο αυτό
διάστημα,
δημιουργήθηκαν
οι οικονομικές,
πολιτικές και
κοινωνικές
προϋποθέσεις
που θα στήριζαν
και θα
τροφοδοτούσαν
τις
πρωτοβουλίες
για ένοπλη
Αντίσταση. Οι
εξελίξεις σε
αυτό το πεδίο
ήταν αρκετά
σύνθετες και θα
ήταν
οπωσδήποτε
αδύνατον να τις
αναπτύξουμε
στο πλαίσιο του
μικρού μας
σημειώματος. Σε
γενικές
γραμμές πάντως,
η ένοπλη
αντιστασιακή
δράση που ήταν
καταδικασμένη
να αποτύχει -και
όπου
επιχειρήθηκε
απέτυχε- το
καλοκαίρι του 1942.
Ακριβώς στην
αρχή αυτού του
καλοκαιριού οι
οργανώσεις του
ΚΚΕ έστειλαν
τις πρώτες
ένοπλες
αντιστασιακές
ομάδες.
Πριν
γίνει αυτό ο
ΕΛΑΣ- που πήρε
το όνομά του
αυτό το
Φεβρουάριο του
1942-ήταν
αντικείμενο
συζητήσεων
μεταξύ
πολιτικών και
στρατιωτικών
παραγόντων της
Αριστεράς στην
Αθήνα. Κοινή
διαπίστωση
όλων αυτών των
ατελείωτων
συσκέψεων
ήταν ότι ούτε
οι
επαγγελματίες
αξιωματικοί
ούτε οι
επαγγελματίες
επαναστάτες
είχαν μία
ξεκάθαρη ιδέα
για το πως
έπρεπε να
γίνουν τα
πράγματα.
Αρκέστηκαν στη
διατύπωση
γενικών
πλαισίων και
άφησαν τα
υπόλοιπα στους
ανθρώπους που
θα αναλάμβαναν
να υλοποιήσουν,
να κάνουν
συγκεκριμένη
πράξη τις
αόριστες
πολεμικές
προθέσεις. Στο
σημείο αυτό
ήρθε η ώρα του Θανάση
Κλάρα, του Άρη
Βελουχιώτη του
ΕΛΑΣ.
Η
πρώτη ομάδα του
Άρη
Η
εμπλοκή του
Θανάση Κλάρα με
την ένοπλη
Αντίσταση
οφείλονταν στο
οικογενειακό
και κομματικό
παρελθόν του.
Καταγόταν από
τη Λαμία, είχε
μεγαλώσει εκεί
και γνώριζε στη
περιοχή
πρόσωπα και
πράγματα. Από
την άλλη πλευρά,
αν και ποτέ δεν
είχε ανεβεί σε
σημαντικές
θέσεις στην
ιεραρχία του
ΚΚΕ, ήταν από
πολύ παλιά ένα
έμπιστο
στέλεχος στον
κομματικό
μηχανισμό,
ικανό να φέρει
σε πέρας
εμπιστευτικές
και περίπλοκες
αποστολές. Η «δήλωση»
που υπέγραψε
τον Ιούλιο του 1939
δε φαίνεται να
κλόνισε
σημαντικά
αυτές τις
σχέσεις
εμπιστοσύνης
που ένωναν το
Θανάση Κλάρα με
την ηγεσία του
κόμματος.
Τον
Νοέμβριο του 1941
είχε βρεθεί στη
Λαμία για να
αποκαταστήσει
κομματικές
συνδέσεις και,
παρεμπιπτόντως,
να εξασφαλίσει
αποστολές
τροφίμων στην
πεινασμένη
Αθήνα για
λογαριασμό του
παράνομο
μηχανισμού και
της ηγεσίας του
ΚΚΕ. Είναι
ασαφές σε ποιο
ακριβώς σημείο
οι προθέσεις
των επικεφαλής
του ΚΚΕ
για
ανάληψη
ένοπλου αγώνα
συναντήθηκαν
με την επιθυμία
του Θανάση
Κλάρα να
αναλάβει ένα
τέτοιο
εγχείρημα στην
ιδιαίτερη
πατρίδα του.
Πιθανός
καταλύτης σε
αυτή τη
συνάντηση
επιθυμιών και
προθέσεων ήταν
η
δραστηριότητα
των βρετανικών
κατασκοπευτικών
δικτύων που
κινούνταν
δραστήρια στο
χώρο των
αξιωματικών, με
σκοπό τη
δημιουργία
ομάδων που θα
προετοίμαζαν
το έδαφος για
την υποδοχή
ομάδων
Βρετανών
σαμποτέρ. Το
σίγουρο είναι
ότι στις 22 Μαΐου
του 1942 ο Θανάσης
Κλάρας βρέθηκε
επικεφαλής
μιας ομάδας 14
ενόπλων που
είχε
στρατολογήσει
η περιφερειακή
οργάνωσης της
Λαμίας του ΚΚΕ
και ξεκίνησε,
από την περιοχή
της
Σπερχειάδας,
τον ένοπλο
αγώνα του. Για
την περίσταση ο
Θανάσης Κλάρας
μετονομάστηκε
σε Άρη
Βελουχιώτη,
συνωμοτικό και
αγωνιστικό
ψευδώνυμο που,
στην ιστορία,
εξαφάνισε
τελικά το όνομα
του μετέπειτα
αρχικαπετάνιου.
Ο
νεοβαπτισθείς
Άρης
Βελουχιώτης
δεν είχε
ξεκάθαρη ιδέα
για το πως
ακριβώς θα
λειτουργούσε η
μικρή του ομάδα
και ποια θα
ήταν η δράση
της. Εξαρτιόταν
στις τοπικές
κομματικές
οργανώσεις
για τη
στρατολογία
νέων μελών, για
πληροφορίες
και καθοδήγηση
και, προπαντός,
για τροφοδοσία
και υλική
στήριξη. Τα
τελευταία αυτά
αποδείχτηκαν
το πλέον
δύσκολο
κεφάλαιο στην
πρώτη αυτή
σταδιοδρομία
του αντάρτη. Οι
κομματικές
οργανώσεις
ήταν μικρές, οι
άνθρωποί τους
φτωχοί, το
περίσσευμα
λίγο, η
μεταφορά του
επικίνδυνη και
αβέβαιη. Τις
πρώτες ημέρες η
κύρια μέριμνα
των ανταρτών
ήταν να
κρύβονται
φοβούμενοι
πραγματικούς ή
φανταστικούς
κινδύνους και
να περιμένουν
πεινασμένοι
και κατάκοποι
την
καθορισμένη
συνάντηση με
τους
απεσταλμένους
των οργανώσεων
που θα τους
έφερναν ένα
πάντοτε λειψό
φαγητό και ίσως
κάποιο νέο
αντάρτη. Από
τους
τελευταίους,
περισσότεροι
έφευγαν παρά
έρχονταν. Η
πείνα, το
ατελείωτο
κρυφτό και η
απραξία δεν
ήταν ακριβώς
αυτό που είχαν
φανταστεί ως «συνέχιση
του έπους της
Αλβανίας». Η
ομάδα
κινδύνευσε να
διαλυθεί και οι
αόριστες
προσδοκίες για
πιθανή
βρετανική
υποστήριξη
αποδείχτηκαν
σε αυτή τη φάση
ανεδαφικές. Στο
σημείο αυτό ο
Άρης
Βελουχιώτης
χρειάστηκε να
γίνει
πραγματικός
ηγέτης. Να βρει
δηλαδή τους
τρόπους για
επιβίωση και
ανάπτυξη του
μικρού στρατού,
το οποίου τη
δημιουργία
είχε ο ίδιος
επιδιώξει.
Τρία
πράγματα
οφείλουν
μάλλον να
αποδώσουμε
στον Άρη σε
αυτή τη κρίσιμη
για τον ΕΛΑΣ
περίοδο. Τ
πρώτο ήταν η
πρωτοβουλία
του για τις
δημόσιες
εμφανίσεις της
μικρής ομάδας
του στα χωριά
της Ευρυτανίας,
εμφανίσεις που
θα
δημιουργούσαν
με την
κατάλληλη
σκηνοθεσία ένα
κλίμα στήριξης
για τους
αντάρτες. Με
αφετηρία τη
Δομνίστα, στις 7
Ιουνίου 1942, η
μικρή ομάδα των
ενόπλων του
ΕΛΑΣ μπήκε σε
μια σειρά από
χωριά της
περιοχής σαν σε
παρέλαση, με
την ελληνική
σημαία μπροστά-την
είχαν
δανειστεί από
Δημοτικό
σχολείο-και τον
αρχηγό να
συστήνεται ως
ταγματάρχης
του
Πυροβολικού
και να μιλά
στους
έκπληκτους
χωριάτες για
τον
απελευθερωτικό
αγώνα που μόλις
άρχιζε-όπως στα
1821. Οι πρώτες
αυτές
εμφανίσεις
δημιούργησαν
ατμόσφαιρα
απορίας και
ταραχής στην
περιοχή,
ατμόσφαιρα που
ενίσχυσε η
πρώτη ρίψη
εφοδίων από
βρετανικό
αεροπλάνο,
καθώς και οι
σπασμωδικές
ενέργειες των
Ιταλών που
προσπαθούσαν
να προλάβουν
αυτό που
ετοιμαζόταν. Οι
κινήσεις των
κατακτητών
έπειθαν και
τους πλέον
δύσπιστους ότι
κάτι το πολύ
σοβαρό γινόταν.
Το
δεύτερο σημείο
ήταν η ευέλικτη
πολιτική που
εφάρμοσε
απέναντι στους
κύριους
ενοίκους των
βουνών, τους
ληστές και τους
φυγόδικους. Η
τακτική
απέναντί τους
ήταν τακτική
λήθης και
αμνηστίας για
το πρόσφατο
παρελθόν τους
στην περίπτωση
που
προσχωρούσαν
στον ΕΛΑΣ, η
έστω που
δέχονταν να
εγκαταλείψουν
τα ορεινά και
να στραφούν σε
άλλες λιγότερο
ενοχλητικές
για τους γύρω
δραστηριότητες.
Στην αντίθετη
περίπτωση η
σύγκρουση μαζί
τους θα ήταν
αμείλικτη ,
απειλή που οι
περισσότεροι
κατανόησαν
εγκαίρως, καθώς
το κύρος του
ΕΛΑΣ
καθημερινά
αύξανε στους
κατοίκους των
ορεινών χωριών,
τη στιγμή που
το δικό τους
κατέρρεε.
Πρακτικά η
ληστεία
περιορίστηκε
και
εξαφανίστηκε
με εξαιρετικά
γρήγορους
ρυθμούς και
πολλοί από τους
πρώην αφέντες
των
δυσπρόσιτων
καταφυγίων των
βουνών
αποδείχτηκαν
στη συνέχεια
εξαιρετικοί
αντάρτες.
Παρόμοια
τακτική
ακολούθησε ο
Άρης και
απέναντι στους
διώκτες των
ληστών, τους
χωροφύλακες
δηλαδή, τα
μικρά
αποσπάσματα
των οποίων
υποχρεώθηκαν
πολύ γρήγορα να
αποφεύγουν τα
ορεινά.
Το
τρίτο μέτρο που
θεμελίωσε τη
δύναμη του ΕΛΑΣ
ήταν η ιδέα του
Βελουχιώτη να
χρησιμοποιήσει
τη περιουσία
του κράτους για
να στηρίξει
οικονομικά το
αντάρτικο και
να επιλύσει το
χρόνιο
πρόβλημα του
εφοδιασμού.
Επρόκειτο για
το «άνοιγμα» των
αποθηκών της
συγκέντρωσης,
δηλαδή των
κέντρων όπου,
σύμφωνα με τα
κυβερνητικά
διατάγματα,
γινόταν η
συγκέντρωση
της αγροτικής
παραγωγής με
στόχο την
αποστολή της
στις πόλεις. Το
μέτρο ήταν
εξαιρετικά
επαχθές για
τους
παραγωγούς
καθώς
υποχρεώνονταν
να πουλούν τη
σοδειά τους με
αντάλλαγμα
άχρηστες
δραχμές-άχρηστες,
επειδή λίγα
βιομηχανικά
προϊόντα ήταν
πλέον
διαθέσιμα για
αγορά-τη στιγμή
που θα
μπορούσαν να τη
διοχετεύσουν
στη «μαύρη
αγορά» ή στα
δίκτυα
ανταλλαγών με
σαφώς
μεγαλύτερο
κέρδος. Το «άνοιγμα»
των αποθηκών
αποδείχθηκε
εξαιρετικά
δημοφιλής
κίνηση, ενώ
ταυτόχρονα
έδωσε στον ΕΛΑΣ
τα μέσα για να
ασκήσει
πολιτική και να
απαλλάξει τις
μικρές
οργανώσεις των
χωριών από το
επαχθές
καθήκον της
συντήρησης των
ανταρτών.
Δεν
ήταν όμως όλες
οι επιλογές του
Άρη σωστές και
αποδοτικές. Η
ιδέα να
επιτεθεί στο
χωριό Νέο
Μοναστήρι του
Δομοκού
ενάντια στο
μεγαλοκτηματία
Μαραθέα, να
σκοτώσει τον
ίδιο και να
απαγάγει το
παιδί του και
το παιδί του
επιστάτη του,
θέτοντας στη
χήρα τους όρους
για την
απελευθέρωσή
τους
αποδείχθηκε,
μάλλον κακή.
Παρά τα
ελαφρυντικά
που υπήρχαν για
τη
συγκεκριμένη
ενέργεια
εξαιτίας των
ειδικών
σχέσεων του
Μαραθέα με το
κατοχικό
πρωθυπουργό Τσολάκογλου
και τις
ιταλικές αρχές,
η κίνηση
θεωρήθηκε
ληστρική και
εκβιαστική.
Μπορούμε να
υποθέσουμε ότι
πέρα από τη
τιμωρία ενός
προδότη, ο Άρης
με την πρώτη
βίαιη αυτή
πρωτοβουλία
του
αποσκοπούσε
και στην
τρομοκράτηση
των κτηματιών
της Θεσσαλίας,
με στόχο την
υποχρεωτική
από μέρους τους
τροφοδοσία του
ΕΛΑΣ. Ήταν
δύσκολες
εποχές στον
τομέα αυτό τότε.
Η κίνηση όμως
του Άρη και η
επιμονή του
στην κράτηση
των παιδιών τον
έφερε σε
αντιπαράθεση
με την
περιφερειακή
οργάνωση της
Λαμίας που
εύλογα
ανησυχούσε για
το πολιτικό
κόστος αυτών
των πρακτικών.
Οι αναφορές της
τελευταίας
στην Αθήνα
δημιούργησαν
έντονες
ανησυχίες στο
Πολιτικό
Γραφείο του ΚΚΕ
που αποφάσισε
να πλαισιώσει
τον Άρη με
κομματικά
στελέχη,
περιορίζοντας
την ελευθερία
επιλογών που ως
τότε
απολάμβανε,
στην
πρώτη ευκαιρία.
Οι τοπικές
οργανώσεις δεν
ήταν αρκετές
στον τομέα αυτό.
Ο
Γοργοπόταμος
Το Σεπτέμβριο οι οργανώσεις του ΚΚΕ σε άλλες περιοχές, γύρω από το θεσσαλικό κάμπο για παράδειγμα, άρχισαν να δημιουργούν και αυτές ένοπλες ομάδες στα βουνά. Οι πρακτικές τους δεν ήταν πάντοτε απομίμηση των αντιστοίχων του Βελουχιώτη, μερικές από αυτές απέτυχαν, οι περισσότερες όμως άρχισαν μεθοδικά να δημιουργούν νέα πραγματικότητα στα ορεινά.
Το συγκρότημα του Άρη όμως εξακολουθούσε να δίνει τον τόνο. Στις 9 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις του συγκρούστηκαν για πρώτη φορά με ισχυρό ιταλικό απόσπασμα-μία διμοιρία-που αναζητούσε τα εφόδια που οι Βρετανοί είχαν ρίξει με αλεξίπτωτα στην περιοχή. Το απόσπασμα αιχμαλωτίστηκε. Ακολούθησαν νέες συγκρούσεις που ενίσχυσαν τη φήμη του αντάρτικου, καθώς μάλιστα υπήρξαν συνετές και πετυχημένες. Το γεγονός που έδωσε όμως νέο κύρος στον Άρη ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.
Η επιχείρηση για την ακρίβεια δεν πιστώθηκε εκείνη την εποχή στον Βελουχιώτη ούτε από τους Βρετανούς, που αναφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνο στη συμμετοχή του Ζέρβα, ούτε από τον Τύπο της Αθήνας, που δημοσίευσε την επικήρυξη του Ζέρβα πάλι και μόνο από τις κατοχικές αρχές. Εκείνο που είχε σημασία όμως ήταν ότι η επιχείρηση επισημοποίησε το αντάρτικο καθώς απέδειξε την ενεργό σύμπραξη των Βρετανών μαζί του. Από κει και πέρα ήταν θέμα χώρου και μεγέθους. Ο ΕΛΑΣ, στηριγμένος στις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, με τις δυνάμεις του απλωμένες σε ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους, ήταν σαφώς πιο έτοιμος να υποδεχθεί τους νέους αντάρτες που ο Γοργοπόταμος έπεισε να ανεβούν στο βουνό.
Μέλος
του Γενικού
Στρατηγείου
Στο
σημείο αυτό
τερματίστηκε η
μοναχική
πορεία του Άρη
Βελουχιώτη. Η
αποτυχημένη
προσπάθεια
προσεταιρισμού
ή
εξουδετέρωσης
του Ζέρβα με
την πορεία στην
Ήπειρο και ο
πολλαπλασιασμός-και
εξαιτίας της
δράσης των
Βρετανών-των
λιποταξιών από
τις γραμμές του
ΕΛΑΣ βοήθησαν
ίσως στο να
εκδηλωθούν οι
δυσάρεστες
πλευρές του Άρη
κάθε φορά που
βρισκόταν κάτω
από πίεση. Ο
παρορμητικός
του χαρακτήρας
τον οδηγούσε
εύκολα και
συχνά άκριτα σε
εξαιρετικές
βίαιες
αντιδράσεις σε
τρόπο ώστε να
αμαυρώνεται
τόσο η
προσωπική του
αίγλη όσο και
κείνη του ΕΛΑΣ.
Ο Τάσος
Λευτεριάς και
οι οργανώσεις
της Ρούμελης
ανέφεραν αυτά
τα περιστατικά
με αυξημένη
ανησυχία στην
Αθήνα και, στις
αρχές του 1943, η
ηγεσία του ΚΚΕ
κάλεσε τον Άρη
να
παρουσιαστεί
στην
πρωτεύουσα για
διαβουλεύσεις.
Φαίνεται πως
εκείνη τη
στιγμή όλα τα
ενδεχόμενα
ήταν ανοικτά,
ακόμη και ο
πλήρης
παραγκωνισμός
του Βελουχιώτη
από την
υπηρεσία του
στον ΕΛΑΣ.
Στο διάστημα
της απουσίας
του Άρη στην
Αθήνα, οι
εξελίξεις στην
ελληνική
επαρχία
υπήρξαν
ραγδαίες. Πρώτα
από όλα το
σύνολο πλέον
των τοπικών
οργανώσεων του
ΚΚΕ-για την
ακρίβεια του
ΕΑΜ, καθώς αυτή
η οργάνωση είχε
πλέον
αναπτύξει
παντού τους
μηχανισμούς
της-δημιούργησαν
τις δικές τους-η
καθεμία-μαχητικές
ομάδες σε τρόπο
ώστε οι ένοπλοι
του ΕΛΑΣ να
πολλαπλασιαστούν
και να απλωθούν
σε κάθε γωνιά
της ελληνικής
υπαίθρου, ακόμη
και σε πολλά
από τα μεγάλα
νησιά. Το
δεύτερο και
σπουδαιότερο
ήταν η
εκρηκτική
ατμόσφαιρα, η
κατάσταση
εξέργεσης που
απλώθηκε στις
ελληνικές
επαρχίες το
Φεβρουάριο και
το Μάρτιο του 1943.
Με κορύφωση τα
γεγονότα του
Φαρδύκαμπου
στον κάμπο των
Γρεβενών στη
Δυτική
Μακεδονία, όπου
ένα ολόκληρο
ιταλικό τάγμα
παραδόθηκε
στους
εξεγερμένους
αγρότες της
περιοχής, η
κατάσταση
γενικής
εξέγερσης
πολλαπλασίασε
τις ένοπλες
ομάδες με
ρυθμούς που
ήταν
αδιανόητοι
λίγες
εβδομάδες
νωρίτερα. Τις
περισσότερες
από αυτές τις
ομάδες τις
ενσωμάτωσε ο
ΕΛΑΣ, που μέσα
σε ελάχιστο
χρόνο είδε τη
δύναμη του να
περνά από 400 ως 600
αντάρτες σε
δέκα χιλιάδες
και πλέον
ενόπλους! Το
κέντρο βάρους
της δύναμης
αυτής
μεταφέρθηκε
μάλιστα στα
ορεινά της
Θεσσαλίας και
της Δυτικής
κυρίως
Μακεδονίας.
Όταν
ο Βελουχιώτης
επέστρεψε στο
βουνό στις 9
Μαρτίου του 1943 η
κατάσταση ήταν
τελείως
διαφορετική
από εκείνη που
άφησε πίσω του
φεύγοντας. Οι
αντάρτικες
ομάδες είχαν
πλέον
μεταβληθεί σε
πραγματική
στρατιωτική
δύναμη και τα
προβλήματα που
δημιουργούσε η
νέα εξέλιξη
απαιτούσαν
νέου τύπου
λύσεις. Στην
ουσία έπρεπε να
δημιουργηθεί
ένας
στρατιωτικός
οργανισμός που
με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο
στηρίζεται
πάνω σε έναν
πολιτικό
μηχανισμό
περίπου
κρατικού τύπου.
Άλλος τρόπος
για τη
συντήρηση και
διοίκηση αυτού
του μαζικού
ΕΛΑΣ δεν υπήρχε.
Με άλλα λόγια
είχε έρθει η
ώρα των
επαγγελματιών
αξιωματικών
και των
υψηλόβαθμων
στελεχών του
αντιστασιακού
κινήματος. Σε
κάθε περίπτωση,
ο Άρης
Βελουχιώτης
δεν μπορούσε να
είναι ο
απόλυτος
κύριος του
παιχνιδιού
στις νέες
συνθήκες. Ο
ρόλος του
αποκτούσε,
σχεδόν
αναγκαστικά,
νέες
παραμέτρους.
Η
θέση του
καπετάνιου, που
του ανατέθηκε
στο Γενικό
Αρχηγείο του
ΕΛΑΣ το Μάιο
του 1943, εξέφραζε
αυτό το νέο
ρόλο. Ανάμεσα
στο
στρατιωτικό
αρχηγό
συνταγματάρχη Σαράφη
και τον
πολιτικό
υπεύθυνο Τζήμα(Σαμαρινιώτη),
ο ρόλος του
πρώτου
καπετάνιου του
ΕΛΑΣ φαινόταν
ίσως αρκετά
ασαφής και
απροσδιόριστος.
Στην πράξη
αποδείχθηκε
ότι δεν ήταν
έτσι. Το
γεγονός ότι ο
ΕΛΑΣ
υποκαθιστούσε
στην ουσία
ολόκληρο τον
κρατικό
μηχανισμό που
είχε
καταρρεύσει
στις ζώνες της
ελεύθερης
Ελλάδας έπειτα
από τον
απογαλακτισμό
τους από την
κυβέρνηση της
Αθήνας,
πολλαπλασίαζε
τα καθήκοντα
και τις
αρμοδιότητες
των στελεχών
του
αναγκάζοντας
τους να είναι
και πολιτικοί
διοικητές στις
περιοχές όπου
κυριαρχούσε ο
ΕΛΑΣ. Η
οργάνωση
υποδομών, η
απονομή
δικαιοσύνης, ο
καταμερισμός
των διαθέσιμων
αγαθών και η
οργάνωση ενός
συστήματος
φορολογίας
ήταν στην ουσία
καθήκοντα του
ΕΛΑΣ. Η
τριαδική
εξουσία στον
ΕΛΑΣ
αποδείχθηκε
αναγκαία στις
νέες
περίπλοκες
συνθήκες, καθώς
μάλιστα οι
δεξιότητες των
μελών της
αλληλοσυμπληρώνονταν.
Η
ΠΕΕΑ και η
Πελοπόννησος
Η
στροφή του
Μαρτίου του 1944
προς την «πολιτικοποίηση»
της διοίκησης
στην ελεύθερη
Ελλάδα που
εκφράστηκε με
τη δημιουργία
της ΠΕΕΑ (Πολιτική
Επιτροπή
Εθνικής
Απελευθέρωσης),
μετέβαλε
σημαντικά τα
παραπάνω
δεδομένα. Σε
μεγάλο βαθμό ο
ΕΛΑΣ
περιορίστηκε
προοδευτικά
στα
στρατιωτικά
του καθήκοντα,
γεγονός που
περιόρισε το
οργανωτικό
βάρος που
σήκωνε η
διοίκηση του.
Κάτω από αυτές
τις συνθήκες ο
Άρης
Βελουχιώτης,
έτοιμος πάντα
για δύσκολες
αποστολές,
στάλθηκε στην
Πελοπόννησο
όπου η
κυβέρνηση
Ράλλη είχε
μεθοδεύσει την
εκστρατεία της
ενάντια στην
Αντίσταση με
την πύκνωση των
Ταγμάτων
Ασφαλείας. Η
αποστολή αυτή
δεν σήμαινε
ακριβώς την
αποξένωσή του
από τον ΕΛΑΣ, θα
μπορούσε όμως
να ερμηνευθεί,
όπως ίσως
ερμηνεύθηκε
από τον ίδιο, ως
ένα είδος
απομάκρυνσης
του από το
κεντρικό
στρατιωτικό
και πολιτικό
προσκήνιο. Αυτό
ήταν μια άλλη
ιστορία.
Γεγονός είναι
πως αυτόν
ακριβώς τον
καιρό η πικρία
και η
δυσαρέσκεια
του Άρη
εκδηλώθηκε
δημόσια, κατά
κάποιον τρόπο,
με την
υιοθέτηση ως «επίσημου»
χαιρετισμού
από μέρους του
της
απαισιόδοξης
ρήσης «καλή
αντάμωση στα
γουναράδικα!..».
ΚΚΕ
ΚΑΙ
ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ
«Μια
από τις πιο
επιτυχημένες
ζαριές που
έριξεν η μοίρα»
στην ελληνική
γη ήταν ο
πρωτοκαπετάνιος
του ΕΛΑΣ. Ο Άρης
Βελουχιώτης
είναι, πλέον,
ένας μύθος που,
δικαιολογημένα,
εξακολουθεί να
εμπνέει στη
συγγραφή,
έκδοση και
επανέκδοση-συχνά
χαρισματικών-αφηγήσεων
και
μυθιστοριών
για αυτόν και
την τηλεοπτική
προβολή τους.
Δεν υποτιμώ,
βεβαίως, τη
σημασία τους.
Μόνο που, έτσι,
αναζωπυρώνεται
και ο γεμάτος
αθλιότητες
αντιμύθος που
έχουν
κατασκευάσει
οι διώκτες του.
Θεωρώ λοιπόν
πως το πιο
σημαντικό
είναι να
αποκατασταθεί-όσο
γίνεται πιο
αντικειμενικά-η
ιστορία. Σε μια
πλευρά του
θέματος
αναφέρεται και
το παρακάτω-κατά
ανάγκη, πολύ
πιο σύντομο του
συνήθους-σημείωμα.
Χρησιμοποιώντας
παραστατική
γλώσσα, θα
μπορούσε
κανείς,
συνολικά, να
μιλήσει για «σχέσεις
έρωτος και
μίσους» μεταξύ
αρχηγία του
ΕΛΑΣ και
ηγεσίας του ΚΚΕ.
Όλη η συνειδητή
ζωή και δράση
του Θανάση
Κλάρα (Άρης
Βελουχιώτη)
ήταν μέσα στο
ΚΚΕ, αφιερωμένη
και αφοσιωμένη
σε αυτό.
Πίστευε στο ΚΚΕ.
Εννοώ στην
ουσία που αυτό
έπρεπε να
εκπροσωπεί και
όχι στην
παραφθορά της.
Αυτήν, δηλαδή,
που σταδιακά
ανέπτυσσε η
ηγεσία του και,
εκτός άλλων,
οδηγούσε σε
σύνθλιψη της
προσωπικότητας
των στελεχών
του-και εκ
χαρακτήρος-απέρριπτε
ο Άρης.
Μια πρώτη
τέτοια
εκδήλωση της
συμπεριφοράς
του είναι και η
περιβόητη «δήλωση»
του. Πέρα και
από όσα,
αναποδείκτως,
έχουν γραφεί (ότι
ήταν εν γνώσει
ή και κατ'
εντολήν του Ζαχαριάδη),
το βέβαιο, κατά
τη γνώμη μου,
είναι ότι
εκείνος
αντιμετώπιζε
με άλλη
αντίληψη τα
προβλήματα των
δηλώσεων.
Θεωρούσε πιο
σημαντική τη
δυνατότητα που
του δινόταν να
συνεχίσει τον
αγώνα εκτός
φυλακής. Έτσι
και έπραξε.
Αλλά και η
ηγεσία του
κόμματος του,
από τον τρόπο
που τον
αξιοποίησε,
φαίνεται σαν να
κατανοούσε τα
διαφορετικά
του κίνητρα.
Επικράτησε,
μάλλον, η άποψη
ότι «δεν ήταν
ένας κοινός
δηλωσίας», όπως
εύστοχα είχε
παρατηρήσει
από τότε ο
εκπρόσωπος, για
ένα διάστημα,
του ΚΚΕ στο ΕΑΜ , Λευτέρης
Αποστόλου.
Σε
ένα τέτοιο «κλίμα»
αντιμετωπιζόταν,
και από τις δυο
πλευρές, το
θέμα. Όσα έχουν
λεχθεί περί «συμπλεγματικών»,
εξαιτίας της
δήλωσης,
σχέσεων τους,
δεν
ανταποκρίνονται
στην
πραγματικότητα.
Δεν μπορεί,
επίσης, να
αποκατασταθεί
η ιστορική
γνώση αν η
ερμηνεία των
όποιων
διαφωνιών ή
αντιπαραθέσεων
τους
στηρίζεται
στις
μεταφυσικές ή
ψυχολογικές,
περί
αντιζηλιών κ.λπ.,
αντιθέσεις των
στελεχών είτε
στο μανιχαϊκό
διαχωρισμό
τους, που
οδηγούν στην
αγιογράφηση
της μιας και τη
δαιμονοποίηση
της άλλης
πλευράς.
Ακόμη
και αν
αποδεχθεί
κανείς κάποια-ελάχιστη
πάντως-επίδραση
παρόμοιων
παραγόντων, η
μελέτη της
ιστορίας
απαιτεί την
εδραίωση των
αντιπαραθέσεων
τους στα
πραγματικά
γεγονότα, όπως
στις
διαφορετικές
απόψεις για το
χαρακτήρα του
απελευθερωτικού
κινήματος και
την τακτική του.
Η Κ.Ε. του ΕΑΜ (που
στηριζόταν
στην επίσημη
γραμμή του ΚΚΕ)
έβλεπε, εξαρχής,
την ανάπτυξη
εκτεταμένου
αντάρτικου, που
θα στηριχθεί
στο γερό μαζικό
κίνημα στις
πόλεις. Στόχοι
του έπρεπε να
είναι η
επίτευξη
εθνικής
ενότητας στον
κατά των
κατακτητών
αγώνα και η
λύση του
προβλήματος
της εξουσίας
μετά την
απελευθέρωση,
στη βάση
δημοκρατικών
αξιών. Η «τάση
του Άρη» ήταν
διαφορετική: το
ζήτημα της
εξουσίας
έπρεπε να
κυριαρχεί. Ο
ένοπλος αγώνας
είναι σχεδόν η
αποκλειστική
μορφή
αντίστασης. Για
την
αναπόφευκτη
σύγκρουση με
τους Άγγλους, «πρέπει
από τώρα να
προετοιμαστούμε
όχι μόνο
ιδεολογικά
αλλά και
πρακτικά».
Η
διερεύνηση σε
βάθος της
βασικής αυτής
διάστασης
απόψεων, όπως
και των
επανειλημμένων
περιπτώσεων «πρόσμιξης»
και «συγκόλλησης»
τους-μέσω
συμβιβασμών,
υποχωρήσεων,
υπαναχωρήσεων
και από τις δυο
πλευρές-είναι
επιστημονικά
αναγκαία για
την ιστόρηση
όλων των
διαδραματισθέντων
και, ειδικότερα,
της πορείας που
ακολούθησαν οι
σχέσεις του Άρη
με την ηγεσία
του ΚΚΕ. Με την
προϋπόθεση,
βέβαια, πως θα
πρόκειται για
αντικειμενική
καταγραφή των
δεδομένων και
όχι για αφήγηση
των
μυθολογικών ή
δαιμονολογικών
προκαταλήψεων
που εκάστοτε ο
γραφών έχει
διαμορφώσει.
Από
το καλοκαίρι
του 1941, ο Άρης
παίρνει επαφή
με τη νέα Κ.Ε. του
ΚΚΕ, που
δημιουργούν τα
πρώτα στελέχη
που γύρισαν από
φυλακές και
εξορίες.
Δηλώνει ότι «συμφωνεί
με την πολιτική
γραμμή... είναι
πρόθυμος να
κάνει ό,τι
δουλειά» του
ανατεθεί, αλλά «καλύτερα
από όλα μπορεί
να αποδώσει στο
βουνό». Στην
επιμονή του συναινεί
η Κ.Ε. και, το
φθινόπωρο του 1941,
τον στέλνει με
διερευνητική
αποστολή στη
Ρούμελη.
Αναγνωρίζει
την «πολύτιμη
προετοιμαστική
δουλειά που
έκανε» εκεί και,
το Δεκέμβριο
του 1941, με δική
της απόφαση,
του ανατίθεται
η ευθύνη για το
αντάρτικο: «η
απόφαση του
κόμματος...
ήτανε
ιστορικής
σημασίας».
Ο ΕΛΑΣ μέσα σε
ένα χρόνο
φούντωσε και
ξαπλώθηκε
παντού, ενώ το
κύρος του
πρωτοκαπετάνιου
του κυριαρχεί
στον κόσμο της
υπαίθρου.
Στελέχη της Κ.Ε.,
εντεταλμένα να
παρακολουθούν
το αντάρτικο,
αν και
σημειώνουν
κάποιες «υπερβολές»,
εξαίρουν το
μεγάλο του έργο
(Α. Τζήμας).
Άλλος,
δηλωμένος
αντίπαλος της
τάσης του, του
καταλογίζει
πολλά, αλλά δεν
τολμά να τον
αμφισβητήσει (Παντελής
Σίμος). Και
τρίτος, που
στέλνεται με
την οδηγία να
τον
παραμερίσει,
ομολογεί πως ο
Άρης είναι
αναντικατάστατος
(Τάσος
Λευτεριάς).
Στο
μεταξύ, η
αντιΕΑΜική
παράταξη,
καταθορυβημένη
από την
εξάπλωση του
ΕΛΑΣ και το
ρόλο του Άρη,
εκμεταλλευόμενη
και κάποιες
άστοχες
ενέργειές του,
ξεσήκωσε
πρωτοφανή
εναντίον του
συκοφαντική
εκστρατεία, που
την έστρεφε,
μάλιστα, κατά
του όλου του
ΕΑΜικού
κινήματος,
αρχίζοντας να
καλλιεργεί τον
περί του «ληστή
των ορέων»
αντιμύθο της. Η
Κ.Ε. του ΚΚΕ,
πιεσμένη από
την προπαγάνδα
της,
διατηρώντας
και τις
επιφυλάξεις
της ως προς και
την άποψή του
και φοβούμενη
ότι, κάποιες
στιγμές, οι
πράξεις του
ήταν εκτός «γραμμής»,
τον μετακάλεσε,
την άνοιξη του 1943,
για να ακούσει
τις εξηγήσεις
του. Η έκθεση,
που παρουσίασε
σε μια μεγάλη
πολιτικοστρατιωτική
σύσκεψη,
αποτέλεσε
θρίαμβό του.
Ακόμη και ο Γ.
Ιωαννίδης (πολύ
αργότερα)
εξομογολείται:
«Ο Άρης μας
εντυπωσίασε
όλους, χωρίς
εξαίρεση».
Από τότε -οριστικά
ποια και χωρίς
αμφισβητήσεις-
ο Άρης
Βελουχιώτης
είναι, για το
ΚΚΕ και την
καθοδήγησή του,
σε όλη την
περίοδο της
Κατοχής, ο
αναγνωρισμένος
και μηδέποτε
αμφισβητούμενος
καπετάνιος του
Γενικού
Στρατηγείου
του ΕΛΑΣ.
Πρωθύστερα
σημειώνω ότι
και ο ίδιος ο
Ζαχαριάδης -μετά
και την κατά
τον Ιούνιο του 1945
σκληρή
αποκήρυξή του-
τον καταγράφει
ως «τον ιδρυτή
και Γενικό
Καπετάνιο του
ΕΛΑΣ». Παρ' όλο
που, επί πολλά
ακόμη χρόνια,
στις
εσωκομματικές
συζητήσεις,
επέμενε
πεισματικά να
μιλάει για
εκείνον με
απαξιωτικό
τρόπο. Μόλις
λίγες μέρες
πριν
αυτοκτονήσει
λέγεται ότι
έδειξε να
μετανιώνει και
εξομολογείται:
«Οι ευθύνες μου
είναι μεγάλες.
Θυσίασα αυτόν
τον αητό της
Αντίστασης».
Επανερχόμενος
το 1943, θυμίζω,
πολύ συνοπτικά,
πως οι
διαφορετικές
εκτιμήσεις των
«δυο γραμμών»
δεν έπαψαν να
δημιουργούν
τριβές μεταξύ
Άρη και ηγεσίας
ΕΑΜ-ΚΚΕ. Τα
σημεία αιχμής
ήταν η στάση
απέναντι στους
Άγγλους και η
αντιμετώπιση
των άλλων,
εκτός ΕΛΑΣ,
αντάρτικων
ομάδων.
Σαφέστερα
αυτές
διαφαίνονται
στη γνωστή
μεταξύ τους
ανταλλαγή
επιστολών το 1943.
Με την
προϋπόθεση,
βέβαια, πως θα
κρίνονται μέσα
στο ιστορικό
περιβάλλον
τους
αντικειμενικά
και δε θα
αποτελούν
στοιχεία
μυθοπλασιών.
Για
παράδειγμα:
Όταν ο Άρης
γράφει «χειρότεροι
από τους
Άγγλους δεν
είναι ούτε οι
Γερμανοί», δεν
διατυμπανίζει
τη δήθεν «γερμανοφιλία»
του. Θέλει να
τονίσει τους
κινδύνους από
τις απέναντι
τους
υποχωρήσεις.
Και οι
εξελίξεις του 1944-
εν μέρει, έστω-
των δικαίωναν.
Για τις
ολέθριες,
επίσης,
συνέπειες της
ένοπλης
σύγκρουσης
ΕΛΑΣ με ΕΔΕΣ (Εθνικός
Δημοκρατικός
Ελληνικός
Σύνδεσμος), θα
είναι
ανακριβές να
φορτώνει
κανείς τις
ευθύνες στο
προσωπικό, τάχα,
προς τον Ζέρβα
«μίσος» του Άρη
και να μη
βλέπει τις
καταστάσεις
που οι
αντίπαλοι του
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχαν
διαμορφώσει,
αλλά και την
απουσία
κατάλληλων
χειρισμών από
τη μεριά του
ίδιου του Σιάντου.
Ενώ για την
περίπτωση του
τραγικού φόνου
του Δ. Ψαρρού,
φέρνει ακέραια
την ευθύνη ο
συνοδός του
Σιάντου, Θ.
Ζούλας: «Τον
Ψαρρό τον
σκότωσα εγώ
όταν τον έπιασα
αιχμάλωτο».
Η
απομάκρυνση
του
πρωτοκαπετάνιου
από τα κέντρα
λήψης
αποφάσεων, με
το στάλσιμό του,
την άνοιξη του 1944,
στον Μοριά (αν
και είναι
γεγονός πως
άλλος δεν θα
μπορούσε να
διορθώσει ην
εκεί δύσκολη
κατάσταση) και,
κατά τα
Δεκεμβριανά,
με την
αποστολή του
στην Ήπειρο,
οδήγησε σε
κορύφωση της
αντίθεσης
μεταξύ των δύο
πλευρών. Η περί
συνέχισης ή μη
του ένοπλου
αγώνα διαφωνία
μετά την
ανακωχή, η
πλήρης
διάσταση
απόψεων για τη
Συμφωνία της
Βάρκιζας και η
ριζικά
αντίθετη
πορεία που
εκείνος
πρότεινε στη
μετά τη Βάρκιζα
περίοδο,
οδήγησαν σε
οριστική ρήξη.
Η συνέχεια,
δυστυχώς,
δόθηκε με τη
δραματική του
περιπέτεια.
Βέβαια,
η αποκατάσταση
της ιστορικής
πραγματικότητας
στη θέση του
μύθου και η
απαλλαγή από τα
βιώματα και τις
συναισθηματικές
προτιμήσεις
μας, επιβάλλουν,
κατά τη
γνώμη μου, να
αναγνωριστεί
πως η επιλογή
του Άρη, μέσα
στις συνθήκες
που είχαν τότε
διαμορφωθεί,
οδηγούσε σε
αδιέξοδο. Αυτό
όμως δεν
δικαιολογεί
την
αντιμετώπιση
της περίπτωσής
του, από την
ηγεσία του ΚΚΕ,
ως μιας τυπικής
κομματικής
απειθαρχίας.
Δεν δικαιώνει
με τίποτα: την
απάνθρωπη
εγκατάλειψή
του («ούτε ψωμί
ούτε νερό»), την
άρνηση
συνάντησης
μαζί του, την
εξαπάτησή του
όπως τον
ανεφοδιασμό
του, με
σημείωμα που θα
εξασφάλιζε την
έξοδό του από
τη χώρα.
Οι
διώκτες του
είχαν πια
απολύτως τη
δύναμη να τον
εξοντώσουν.
Αλλά οι
κορυβαντισμοί
τους, γύρω από
τη κρεμασμένη
στο φανοστάτη
των Τρικάλων
κεφαλή
του, θα
αποτελούν
εσαεί καταδίκη
της τότε
ανττιΕΑΜικής
παράταξης,
στίγμα για τον
πολιτικό
πολιτισμό μας.
Ο
Άρης
Βελουχιώτης
ήταν και αυτός,
όπως όλο το
ανθρώπινο
γένος,
πλασμένος από
πνεύμα και
λάσπη. Ήταν
όμως και μια
αξεπέραστη
μορφή εκείνου
του ανελέητου
αγώνα. Του ήταν
αδιάφορο αν θα
τον έχριζαν τα
μύρα της
εξουσίας. Τα
αρνήθηκε. Δεν
ήθελε να
συμβιβαστεί με
τα ελάχιστα.
Πίστεψε στα
μέγιστα.
Ο ΑΡΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΥ ΚΚΕ
Η
περίοδος από
τον Οκτώβριο
του 1944, όταν οι Τσόρτσιλ
και Στάλιν
υπέγραψαν
στη Μόσχα τη
συμφωνία των
ποσοστών που
διαχώριζε την
Ανατολική
Ευρώπη και τα
Βαλκάνια σε
σφαίρες
επιρροής, έως
τον Ιούνιο του 1945,
όταν
σημειώθηκε η
αυτοκτονία του Άρη
Βελουχιώτη
στη Μεσούντα
της Άρτας,
είναι η πιο
χαρακτηριστική
από την άποψη
της ανάδειξης
των
στρατηγικών
διαφορών που
χώριζαν τον
καπετάνιο του
ΕΛΑΣ από την
ηγεσία του ΚΚΕ.
Η
συμφωνία των
ποσοστών
τοποθέτησε,
όπως είναι
γνωστό, την
Ελλάδα στη
βρετανική ζώνη
ευθύνης. Η
εξέλιξη αυτή
δεν ήταν
ακατανόητη αν
συνυπολογίσει
κανείς την
πραγματική
κατάσταση που
δημιουργούσε η
εξέλιξη των
επιχειρήσεων
στα μέτωπα του
πολέμου, την
παραδοσιακή
γεωπολιτική
πρόσδεση της
Ελλάδας στη
Βρετανία, την
αυξημένη
βρετανική
παρουσία στη
χώρα κατά τη
διάρκεια της
Κατοχής μέσω
της
Στρατιωτικής
Αποστολής, αλλά
και την ανάγκη
της σοβιετικής
ηγεσίας να μην
υπερβεί
ορισμένα όρια
στις σχέσεις
της με τους
υπόλοιπους
συμμάχους.
Συνεπώς, ακόμη
κι αν η
σοβιετική
ηγεσία είχε τη
δυνατότητα να
καταλάβει
τμήμα
τουλάχιστον
του ελληνικού
χώρου, η
γενικότερη
ισορροπία
δυνάμεων την
απέτρεπε από
ένα τέτοιο
εγχείρημα.
Η
εξέλιξη αυτή
είχε βεβαίως
προφανείς
συνέπειες για
την ισορροπία
δυνάμεων στην
ίδια την Ελλάδα.
Καθώς η εξέλιξη
που οδηγούσε
στη διαμόρφωση
των σφαιρών
επιρροής είχε
ήδη διαφανεί
από το
καλοκαίρι του 1944,
η ηγεσία του
ΚΚΕ
υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει
την αδιάλλακτη
γραμμή που
προέκυπτε από
το αίσθημα
υπεροχής της
έναντι των μη
κομμουνιστικών
δυνάμεων, να
συμμετάσχει
στην κυβέρνηση
Εθνικής Ένωσης
υπό τον Γεώργιο
Παπανδρέου
και να υπαγάγει
τις
στρατιωτικές
της δυνάμεις
στο βρετανικό
στρατηγείο με
τη συμφωνία της
Καζέρτας. Έτσι,
τον Οκτώβριο
του 1944, όταν οι
Γερμανοί
εγκατέλειψαν
την Ελλάδα, η
κυβέρνηση υπό
τον Γεώργιο
Παπανδρέου,
συνοδευόμενη
από μικρές
βρετανικές
δυνάμεις, ήταν
σε θέση να
εισέλθει
ανεμπόδιστα
στην Αθήνα.
Στο
διάστημα αυτό
άρχισε να
γίνεται
προφανής η
απόκλιση
στρατηγικής
μεταξύ του Άρη
Βελουχιώτη και
της ηγεσίας του
ΚΚΕ. Η ανάδειξη
της απόκλισης
αυτής συνέπεσε
με την
επιστροφή του
Άρη Βελουχιώτη
στο Γενικό
Στρατηγείο του
ΕΛΑΣ,
το οποίο,
μετά τη
συμφωνία της
Καζέρτας, είχε
εγκατασταθεί
στη Λαμία. Η
αντίληψη του
Βελουχιώτη για
τις εξελίξεις
συνοψιζόταν
στο δημόσιο
λόγο του στη
Λαμία. Έμμεσα
αλλά με
σαφήνεια
εξέφρασε την
επιφύλαξή του
για τη
δυνατότητα
ομαλής
συμβίωσης με το
βρετανικό
παράγοντα. Το
πρόβλημα
αφορούσε
τελικά τη
δυνατότητα να
μην απολέσει το
ΚΚΕ τον έλεγχο
των εξελίξεων
που είχε
εξασφαλιστεί
με την υεροχή
του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε
όλη την
ελληνική
επικράτεια σε
βάρος των μη
κομμουνιστικών
οργανώσεων.
Πρέπει ακόμη να
σημειωθεί και η
έμπρακτη
εκδήλωση της
αντίληψής του,
δηλαδή η
είσοδος
τμημάτων του
ΕΛΑΣ στη
Θεσσαλονίκη,
στις 31
Οκτωβρίου, παρά
την αντίθετη
επιθυμία της
κυβέρνησης και
της βρετανικής
στρατιωτικής
διοίκησης και
τη σχετική
δέσμευση της
ηγεσίας του ΚΚΕ.
Η
αλλαγή
πολιτικής που
επιθυμούσε να
επιβάλλει ο
Βελουχιώτης
στην ηγεσία του
ΚΚΕ δεν
αποτελούσε
ασφαλώς
εκδήλωση μιας
αποκλειστικά
προσωπικής
άποψης για τις
πολιτικές
εξελίξεις. Η
αντίληψη ότι ο
έλεγχος των
εξελίξεων δεν
έπρεπε να
αφεθεί στην
κυβέρνηση υπό
τον Παπανδρέου
και τους
Βρετανούς
διέτρεχε χωρίς
αμφιβολία την
πλειονότητα
των στελεχών
του ΚΚΕ και
κυρίως του ΕΛΑΣ.
Αυτοί
αναμφίβολα
αισθάνονταν
ότι ο έλεγχος
της χώρας που
είχαν
εξασφαλίσει
κατά της
διάρκεια της
Κατοχής, σε
τελική ανάλυση
η εξουσία στην
απελευθερωμένη
Ελλάδα, θα
χανόταν
εξαιτίας μιας
αδικαιολόγητης
υποταγής στις
βρετανικές
επιθυμίες.
Δεν
πρέπει άλλωστε
να λησμονηθεί
ότι η στάση της
Μόσχας
παρέμενε για τα
στελέχη, αλλά
και για την
ηγεσία ακόμη
του ΚΚΕ,
αινιγματική. Η
σοβιετική
ηγεσία τηρούσε
βέβαια «πολιτικώς
ορθή» στάση
έναντι των
Βρετανών σε
σχέση με τα
συμφωνηθέντα
στη Μόσχα, είχε
αποφύγει όμως,
στη διάρκεια
του κρίσιμου
μήνα του
Νοεμβρίου του 1944,
να δηλώσει με
σαφήνεια ότι
δεν ευνοούσε
οποιαδήποτε
εξέλιξη που θα
οδηγούσε σε
ρήξη το ΚΚΕ με
την κυβέρνηση
και τους
Βρετανούς.
Αποτέλεσμα
αυτής της
ασάφειας ήταν
να
διαμορφωθούν
δύο τάσεις
στους κόλπους
του κόμματος. Η
πρώτη,
εκφραζόμενη
από την ηγεσία
του, τηρούσε
στάση αναμονής.
Επιθυμούσε να
διατηρήσει την
υπεροχή του ΕΑΜ
σε όλη τη χώρα
και ενώ
συζητούσε με
την κυβέρνηση
και τις
βρετανικές
αρχές, κατ'
επέκταση, για
τη σύσταση του
νέου εθνικού
στρατού,
προσπαθούσε
ταυτόχρονα να
μην απολέσει
την ένοπλη
δύναμη η οποία,
σε τελική
ανάλυση,
εγγυάτο τη
διατήρηση της
πολιτικής
υπεροχής που
είχε
κατακτηθεί
στην Κατοχή. Η
δεύτερη τάση,
της οποίας
αναμφισβήτητα
κορυφαίος
υποστηρικτής
ήταν ο Άρης
Βελουχιώτης,
επεδίωκε την
ταχεία
εκκαθάριση της
κατάστασης όσο
ακόμη αυτό ήταν
δυνατό, πριν
ακόμη η
κυβέρνηση και ο
βρετανικός
παράγοντας
βρεθούν σε θέση
υπεροχής.
Αποφασιστική
στροφή στην
προσπάθεια του
Άρη Βελουχιώτη
να επιβάλλει
την πολιτική
του στην ηγεσία
του ΚΚΕ ήταν η
σύγκλιση
σύσκεψης των
καπετάνιων του
ΕΛΑΣ στην έδρα
του Γενικού
Στρατηγείου
στη Λαμία. Αν
και, όπως
προαναφέρθηκε,
δεν υπήρχε
αμφιβολία ότι η
άποψη του Άρη
Βελουχιώτη
είχε ευρεία
απήχηση στον
ΕΛΑΣ, η
κομματική
πειθαρχία είχε
αποτέλεσμα να
επικρατήσει η
γραμμή της
αναμονής που
υποστήριζε η
υπό τον Σιάντο
ηγεσία του
κόμματος.
Η αντίφαση
που διέτρεχε
την πολιτική
του ΚΚΕ είχε
αποτέλεσμα να
μην εμφανίζει
το κόμμα μια
σαφή γραμμή.
Εμφανιζόταν
αρκετά
προκλητικό
έναντι των
κυβερνητικών
και βρετανικών
αρχών,
διατεθειμένο
να θέτει σε
δοκιμασία την
κυβερνητική
εξουσία
καθημερινά, και
ταυτόχρονα δεν
αναλάμβανε την
πρωτοβουλία
είτε για ρήξη
είτε για
ενσωμάτωση στο
κοινοβουλευτικό
παιχνίδι.
Παράλληλα,
οι υποδείξεις
που λάμβανε η
κομμουνιστική
ηγεσία από το
εξωτερικό ήταν
συγκεχυμένες
και
αλληλοσυγκρουόμενες,
ενώ η επαφή με
τη Μόσχα
εξακολουθούσε
να είναι το
ζητούμενο. Έτσι,
στο τέλος
Νοεμβρίου η
ηγεσία του ΚΚΕ
πληροφορούνταν
ότι τόσο η
βουλγαρική όσο
και η
γιουγκοσλαβική
κομμουνιστική
ηγεσία
πίστευαν ότι ο
αφοπλισμός του
ΕΛΑΣ δεν έπρεπε
να γίνει
αποδεκτός. Οι
ίδιες ηγεσίες,
λίγες μέρες
μετά την έναρξη
των
συγκρούσεων
του Δεκεμβρίου
του 1944, έκαναν
σαφές ότι δεν
μπορούσαν να
παράσχουν
καμία έμπρακτη
βοήθεια στους
Έλληνες
κομμουνιστές,
επικαλούμενες
τη διεθνή
κατάσταση,
δηλαδή, στην
ουσία, τη
βρετανική
αντίδραση.
Ακόμη
πιο
χαρακτηριστική
ήταν η στάση
του ίδιου του
Στάλιν, ο
οποίος μόλις
στις 10
Ιανουαρίου του
1945, όταν ο ΕΛΑΣ
είχε ήδη
ηττηθεί από
τους Βρετανούς,
τόνιζε στον Ντιμιτρόφ
ότι οι Έλληνες
κομμουνιστές
δεν έπρεπε να
έρθουν σε ρήξη,
καθώς οι ίδιοι
δεν διέθεταν
επαρκείς
δυνάμεις για να
ανταπεξέλθουν
και η Σοβιετική
Ένωση, για
λόγους
γενικότερης
σκοπιμότητας,
δεν
επιτρεπόταν να
καταλάβει
στρατιωτικά
την Ελλάδα.
Όπως
έδειξε η
εξέλιξη των
γεγονότων, η
ηγεσία του ΚΚΕ
δεν είχε άλλη
επιλογή, με
δεδομένη την
εξέλιξη της
ισορροπίας
δυνάμεων
διεθνώς, παρά
να ακολουθήσει
τον «ιταλικό»
δρόμο, δηλαδή
την ενσωμάτωση
στο
κοινοβουλευτικό
παιχνίδι και
την προσπάθεια
αξιοποίησης
της ευρείας
πολιτικής
απήχησης του
ΕΑΜ, στο
πρότυπο της
στρατηγικής
του Ιταλικού
Κομμουνιστικού
Κόμματος της
δεκαετίας του '40.
Κατά
τη σύγκρουση
του Δεκεμβρίου
του 1944 ο
Βελουχιώτης
παρέμεινε
μακριά από την
Αθήνα και
χρησιμοποιήθηκε
από την ηγεσία
του ΚΚΕ στις
επιχειρήσεις
κατά του ΕΔΕΣ
στην Ήπειρο,
μακριά δηλαδή
από το κύριο
πεδίο της
σύγκρουσης. Η
λήξη της
σύγκρουσης και
η αποχώρηση του
ΕΛΑΣ από την
Αττική, και στη
συνέχεια η
υπογραφή της
Συμφωνίας της
Βάρκιζας το
Φεβρουάριο του
1945, είχε συνέπεια
τη μετατροπή
της διαφωνίας
του Βελουχιώτη
με την ηγεσία
του ΚΚΕ σε
αγεφύρωτο
χάσμα. Ο
Βελουχιώτης
υποστήριζε
πριν από τη
συνομολόγηση
της συμφωνίας
τη συνέχιση της
σύγκρουσης με
τις βρετανικές
δυνάμεις και
την μετατροπή
της σε κάποια
μορφή
γενικευμένου
ανταρτοπόλεμου,
ώστε να
αποτραπεί η
συρρίκνωση του
ελέγχου του
ΕΛΑΣ και του
ΚΚΕ στην
υπόλοιπη
Ελλάδα.
Η πολιτική
αυτή ερχόταν σε
αντίθεση με την
τακτική που
επιθυμούσε να
ακολουθήσει
τόσο ο Σιάντος
όσο και ο Νίκος
Ζαχαριάδης, ο
οποίος
επανήλθε στην
Ελλάδα στο
τέλος Μαΐου 1945
και ανέλαβε,
αδιαφιλονίκητα,
την ηγεσία του
κόμματος. Ο
Ζαχαριάδης,
κατά τη στιγμή
της επανόδου
του στην Ελλάδα,
ήλπιζε ότι οι
συνέπειες της
ήττας του ΕΛΑΣ
θα απαλύνονταν
με τη
διαμόρφωση
μιας νέας
στρατηγικής
που θα έδινε
έμφαση κυρίως
στην ενίσχυση
της μαζικής
βάσης του
κόμματος.
Παράλληλα,
επρόκειτο να
αναπτύξει τη «θεωρία
των δύο πόλων»,
σύμφωνα με την
οποία
υποστηριζόταν
ότι η Ελλάδα θα
διαμόρφωνε τη
διεθνή της θέση
με βάση την
παραδοχή ότι
άνηκε σε έναν
βαλκανικό και
ένα μεσογειακό
πόλο. Επρόκειτο
για παραδοχή
αναγνώρισης
των ορίων που
είχαν τεθεί από
τη Συμφωνία της
Μόσχας μέσω της
αποδοχής των
βρετανικών
συμφερόντων
στη χώρα και
ταυτόχρονα
απόπειρα
διεύρυνσης των
περιθωρίων
άσκησης
κάποιας
πολιτικής
στενότερων
σχέσεων με τον
υπό διαμόρφωση
σοβιετικό
συνασπισμό.
Από
άποψη διεθνούς
πολιτικής το «δόγμα»
του Ζαχαριάδη
δεν ήταν
ρεαλιστικό,
αφού η συμφωνία
των ποσοστών
δεν άφηνε
ιδιαίτερα
περιθώρια για
τη χαλάρωση των
δεσμών της
Ελλάδας με τη
βρετανική
σφαίρα
επιρροής και
την αναγνώριση
περισσότερων
δυνατοτήτων
για τη
σοβιετική
πολιτική. Από
άποψη
εσωτερικής
πολιτικής, η
νέα στρατηγική
του Ζαχαριάδη
σήμαινε την
πλήρη
αποξένωση του
Άρη Βελουχιώτη
από την ηγεσία
του κόμματος, η
οποία επεδίωκε
με
χαρακτηριστική
σκληρότητα την
επιβολή της
κομματικής
πειθαρχίας. Στο
πλαίσιο αυτό, ο
Άρης
Βελουχιώτης,
επικεφαλής
μιας
μεμονωμένης
ένοπλης ομάδας,
αποκηρύχθηκε,
με βιαιότητα
από την ηγεσία
του κόμματος
και οδηγήθηκε
στην
αυτοκτονία.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΕΡΕΥΝΑ
«Ένας κόσμος
συγκροτημένος
από έθνη και
εθνικές
ταυτότητες δεν
είναι ένας
κόσμος δίχως
ελπίδα»
Antony
D. Smith
Αυτή
η αυτονόητη
αλήθεια
φαίνεται πως
χρειάζεται
σήμερα
υποστήριξη.
Διότι
οποιαδήποτε
αναφορά στην
εθνική
ιδιαιτερότητα,
οποιαδήποτε
έρευνα που
εδράζει τη
μέθοδο της στην
αναγνώριση της
ιδιαιτερότητας
αυτής,
διαβάλλεται
σήμερα ως
αναχρονιστική.
Η
«πολιτικοποίηση»
αυτής της
ενέργειας έχει
το φόρτε της
στο χώρο της
ιστοριογραφίας.
Εδώ τα πράγματα
τακτοποιούνται
ως εξής: η
εθνική, η
τοπική ιστορία,
αντιμετωπίζεται
ως
κατασκευασμένη
ιστορία, που
στόχευε στη
συγκρότηση της
εθνικής
συνείδησης.
Επομένως
καθήκον των
ιστορικών
είναι η
ανασκευή της
και η κάθαρσή
της από τα
εθνικά
στοιχεία που,
υποτίθεται,
ιδεολογικοποιούν
την ιστορική
έρευνα. Έτσι,
ένα νέο
ιδεολόγημα,
χειρότερο κατά
πολύ, έρχεται
να πάρει τη
θέση του
εθνικού «ιδεολογήματος».
Διότι ενώ
εκείνο
προσπαθούσε να
ανακαλύψει
υπαρκτές
παραδόσεις
στην προοπτική
ενίσχυση της
εθνικής
αυτοσυνείδησης,
το νέο στενεύει
δραματικά το
πεδίο της
ιστορικής
έρευνάς, εφ'
όσον το
περιορίζει στο
νέο ιδεολογικό
πλαίσιο που
υποβάλλει η
τρέχουσα,
βασικά
αγγλοσαξονικής
προελεύσεως,
πολιτική. Το
αποτέλεσμα
είναι σχεδόν η
πλήρης υποταγή
της ιστορίας
όχι πλέον στην
ιδεολογία αλλά
σε κάτι πολύ
πιο
χειροπιαστό,
στην πολιτική
αναγκαιότητα.
Η
πρόσφατη
ελληνική
πολιτική
ιστορία, από τη
συγκρότηση του
νεοελληνικού
κράτους και
εντεύθεν,
τακτοποιείται
στο «μοντέρνο»
σχήμα με τρόπο
απλό: το
παρελθόν μας
δεν θα μπορούσε
να είναι τίποτα
άλλο από μια
εθνικιστική
παραζάλη που
μας οδήγησε σε
ήττες και
συμφορές. Το
πνεύμα του
τρέχοντος «διεθνισμού»
των αγορών
έρχεται έτσι εκ
των υστέρων να
τακτοποιήσει
τις ιστορικές
εκκρεμότητες
και να φωτίσει
το μέλλον,
αποδεχόμενο
φυσικά από το
παρελθόν ό,τι
μπορεί να μπει
στο δικό του
καλούπι. Τα
ιστορικά
δεδομένα, τα
τεκμήρια,
υπάρχουν μόνον
εφ' όσον
δικαιολογούν
τη νέα «ιδεολογία»
της
αποεθνικοποιημένης
Ευρώπης.
Προφορική
παράδοση, μύθοι,
λαϊκά έθιμα,
λόγια παράδοση-όλα
τίθενται στο
πυρ του
αντιεθνικισμού.
Αλλά έτσι
τίθεται στο
ίδιο πυρ και η
ιστορία. «Το να
έχεις ιστορική
αίσθηση...»,
γράφει ο
εκλιπών Χανς-Γκέοργκ
Γκάνταμερ, «...σημαίνει
ότι υπερνικάς
με συνέπεια τη
φυσική αφέλεια
που μας κάνει
να κρίνουμε το
παρελθόν
σύμφωνα με τα
δήθεν προφανή
μέτρα του
τρέχοντος βίου,
στην οπτική των
θεσμών μας, των
κεκτημένων
αξιών και
αληθειών μας».
Προνομιακός
χώρος αυτής της
προγραμματισμένης
ανασκευής
είναι φυσικά η
πολιτική
ιστορία. Εδώ τα
γεγονότα και οι
σχέσεις του
παρελθόντος
αντιμετωπίζονται
με όρους της
τρέχουσας
πολιτικής:
αριστερά–δεξιά–κεντροαριστερά-ακροδεξιά.
Οι έννοιες
αυτές, εργαλεία
της πολιτικής
συγκυρίας,
συμποσούνται
στο δίπολο «προοδευτικό»-«συντηρητικό»
και
χρησιμοποιούνται
ως έννοιες-κλειδιά
στην
προσπάθεια
ανακατασκευής
του πολιτικού
παρελθόντος,
υπό την έκδηλη
αγωνία του
απόλυτου
ιδεολογικού
συγχρονισμού
με τη νέα
αντιεθνιστική
παγκόσμια
πολιτική και
κυρίως
οικονομική
τάξη.
Συντηρητικό,
εντέλει,
θεωρείται κάθε
στοιχείο που
μπορεί να
αναχθεί στο
εθνικό
παρελθόν και
προοδευτικό
οτιδήποτε το
αμφισβητεί.
Μια
μέθοδος όμως
που παραμένει
αμετάβλητη
μέσα στο χρόνο,
αγνοώντας την
ιστορικότητα
των εννοιών,
δεν είναι
τίποτε άλλο από
μια αναβίωση
ενός ακραίου
θετικισμού, ο
οποίος,
κρυπτόμενος
πίσω από την
ανάγκη
κάθαρσης της
ιστορικής
έρευνας από τα
ιδεολογικά
βαρίδια της
εθνικής
ιστορίας,
απορρίπτει
ουσιαστικά την
αξιόλογη
πλευρά,
υιοθετώντας
μιαν
επιστημονίζουσα
αντίληψη της
ιστορικής
έρευνας. Οι
τεχνικές της
ιστορικής
έρευνας
αποθεώνονται
σε βάρος της
αξιολόγησης
και της
ερμηνείας, ενώ
το ιστορικό
παρελθόν
αντιμετωπίζεται
ως
δοκιμαστικός
σωλήνας
επιστημονικών
πειραμάτων, τα
οποία, κατά το
πρότυπο των
θετικών
επιστημών,
είναι τα μόνα
που μπορούν να
καθάρουν το
ιστοριογραφικό
τοπίο από την «ιδεολογία».
Κυρίως την
εθνική.
Η
αντιμετώπιση
του Άρη
Βελουχιώτη από
την
ιστοριογραφία
εντάσσεται
ακριβώς σε αυτό
το κλίμα, καθώς
ήταν
φορτισμένη
συνήθως από την
παραδοσιακά
αριστερή ή και
την εθνική
ιδεολογία. Το
ζήτημα της
ιδεολογίας του
ελληνικού
αντάρτικου και
του αρχηγού του
τέθηκε όμως
πρόσφατα ως
κεντρικό
ζήτημα
ιστοριογραφικής
διαπραγμάτευσης,
καθώς μια «μεταμοντέρνα»
τάση στην
έρευνα
προσπάθησε να
αμβλύνει τη
φόρτιση αυτή.
Αλλά η φύση του
λαϊκού στρατού
του ΕΑΜ, η
κοινωνική
προέλευση των
ανταρτών, η
ιδεολογία και
οι στόχοι του
κινήματος
δείχνουν πως το
ΕΑΜ ήταν ένα
κίνημα
πρωτίστως
εθνικού-λαϊκού
χαρακτήρα και
δευτερεύοντος
ταξικού. Εξ ου
και η γνωστή
επιφυλακτική-για
να μην πούμε
αρνητική από
ένα σημείο και
μετά-στάση της
ηγεσίας του ΚΚΕ
απέναντι στο
ΕΑΜ, μιας
ηγεσίας που
πήγαινε
παράλληλα με
την πολιτική
της Σοβιετικής
Ένωσης, την
ίδια ώρα που οι
ηγεσίες των
αστικών
κομμάτων ήταν
απολύτως
εξαρτημένες
από την Αγγλία.
Αυτή
η
πραγματικότητα
ανατρέπει ένα
διπλό μύθο: αφ'
ενός το μύθο
των νικητών του
Εμφυλίου περί
προδοτικού και
ανθελληνικού
ΕΑΜ και αφ'
ετέρου τον
επιπόλαιο
σημερινό μύθο
περί ταξικού
και διεθνικού
χαρακτήρα του
αντάρτικου
κινήματος. Η
πολιτική
πανσπερμία του
ΕΛΑΣ, στον
οποίο
αναλαμβάνουν
ηγετικό ρόλο
αξιωματικοί
του ελληνικού
στρατού-ακόμη
και βασιλικοί! -είναι
πλέον
αποδεδειγμένη.
Ο αγροτικός
κυρίως
χαρακτήρας του
κινήματος,
γεγονός που
σφραγίζει την
εθνική
φυσιογνωμία
του ΕΑΜ, είναι
επίσης σαφής.
Και, τέλος,
οι δεσμοί του
κινήματος με
την κοινοτική
αγροτική
παράδοση και
την Εκκλησία-εντέλει
με ζώσα λαϊκή
και λόγια
ελληνική
παράδοση-είναι
αυτοί που
έδωσαν το
μαζικό και
λαϊκό
χαρακτήρα του
ΕΑΜ και του
ΕΛΑΣ. Είναι
χαρακτηριστική
η μαρτυρία του
πατέρα
Ανυπόμονου-κατά
κόσμον Γερμανού
Δημάκου-ο
οποίος ήταν
ηγούμενος στη
Μονή Αγάθωνος
στην Υπάτη και
ενεπλάκη
αμέσως στην
Αντίσταση
βοηθώντας
αρχικά τους
αντάρτες και
εντασσόμενος
στη συνέχεια
στον ΕΛΑΣ, στο
πλευρό του Άρη.
Προσωπικός
φίλος του Άρη ο
γενναίος
κληρικός,
αφηγείται πως
ρώτησε κάποτε
τον Άρη για τη
θέση της
Εκκλησίας στη
νέα ελεύθερη
Ελλάδα που
οραματιζόταν,
καθώς φυσικά
είχαν
διατυπωθεί οι
ενστάσεις για
τον περιορισμό
του ρόλου της. Ο
Άρης, δίνοντας
ακριβώς το
ιδεολογικό του
στίγμα, που τον
τοποθετούσε
μέσα στα
πλαίσια της
παράδοσης,
απάντησε: «Τι
χαζά είναι αυτά;
Καταργείται με
διαταγές η
θρησκεία; Δεν
πα' να
απαγορέψεις
εσύ; Ο
ανθρωπάκος το
βράδυ που θα
πέσει στο
κρεβάτι, θα
τρυπώνει κάτω
από τη βελέντζα
του και θα
κάνει το σταυρό
του».
Ο
ίδιος ο Άρης
συχνά
επικαλείται
στους λόγους
του τον
εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα του 1821, ενώ
ακόμη και η
ηγεσία του ΚΚΕ
ανασκευάζει τη
θέση της για το
Μακεδονικό
αντιτίθεται
στα σχέδια των
Γιουγκοσλάβων
για την
αυτονόμηση της
Μακεδονίας. «Τον
πρώτο καιρό ο
Περικλής του
είχε πει
έκπληκτος για
την
πατριδολατρία
των λόγων (του
Άρη): “Αν δεν σε
ήξερα θα νόμιζα
πως έχω να κάνω
με έναν πρώτης
τάξεως
σωβινιστή”. Έως
και ο Ιωαννίδης,
που όλη του τη
ζωή ήταν μέσα
στα πλαίσια τα
διεθνικιστικά,
δηλώνει για το
συγκεκριμένο
ζήτημα: “...είχαμε
καεί με την
Βαλκανική
Ομοσπονδία...δεν
μπορούσαμε πια
να κάνουμε τα
ίδια πράγματα...”.
Το ΚΚΕ από την
άνοιξη του 1943 με
δημόσιες
δεσμεύσεις
έχει
προσχωρήσει
στις θέσεις των
άλλων εαμικών
κομμάτων και
στην ογκούμενη
λαϊκή απαίτηση
για τις δίκαιες
εθνικές
διεκδικήσεις (Δωδεκάνησα,
Κύπρο, Βόρειο
Ήπειρο). Και το
πιο εκπληκτικό,
με ορατό τον
κίνδυνο
σύγκρουσης με
το Κ.Κ.
Βουλγαρίας,
έχει ζητήσει
επισήμως
στρατηγική
διαρρύθμιση
των βορείων
συνόρων προς
όφελος της
Ελλάδας».
Χαρακτηριστική
της πολιτικής
σύγχυσης που
επικρατούσε
στη στρατηγική
αφ' ενός του ΚΚΕ
και αφ' ετέρου
του ΕΛΑΣ είναι
η κατάσταση που
διαμορφώθηκε
μετά την
αγγλική
επέμβαση στην
Αθήνα το
Δεκέμβριο του 1944.
Ανάμεσα στο
πολιτικό και
στρατιωτικό
τμήμα της
ΕΑΜικής
αντίστασης
επικράτησε
πλήρης σύγχυση
στόχων και
τακτικής, καθώς
η λαϊκή ακριβώς
φύση του
στρατού
συγκρούονταν
εμφανώς με τους
άμεσους
πολιτικούς
στόχους του
κόμματος.
Σύμφωνα με τις
μαρτυρίες των
πρωταγωνιστών,
η ηγεσία του
ΚΚΕ προσπάθησε
έντονα να
αποτρέψει την
είσοδο του
συνόλου των
στρατευμάτων
του ΕΛΑΣ στην
Αθήνα. Ο Βασίλης
Πριόβολος (Ερμής)
οδηγούσε
αντάρτες στην
Αθήνα από την
Πελοπόννησο
και ο Μπουκουβάλας
από τη Θεσσαλία.
Όταν ο
τελευταίος
ζήτησε, μετά
τον αναίμακτο
αφοπλισμό
αγγλικής
μονάδας,
οδηγίες από την
Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, ο
στρατηγός Μάντακας
του είπε από το
τηλέφωνο: «Αφήστε
να τους
λιντσάρει ο
λαός της Αθήνας»!
«Πώς είπατε
στρατηγέ;», του
απάντησε ο
Μπουκουβάλας. «Αφήστε
τους», του
ξαναείπε ο
Μάντακας και
του έκλεισε το
τηλέφωνο. Ακόμη
και στελέχη του
ΚΚΕ είχαν
ενστάσεις για
τη στάση αυτή,
όπως ο Τάσος
Λευτεριάς, που
διαμαρτυρήθηκε
στον Σιάντο
ότι οι Άγγλοι
που επρόκειτο
να
απελευθερωθούν
θα ενισχύσουν
τις δυνάμεις
τους στην Αθήνα.
Έλαβε τότε τη
χαρακτηριστική
απάντηση του
Σιάντου: «Να
πάνε, Τάσο, στην
Αθήνα, να τους
αλέσει ο μύλος
της Αθήνας.
Ξέρεις τι θα
πει μύλος της
Αθήνας;».
Είναι
προφανές πως η
γενικευμένη
αυτή σύγχυση
είχε τη ρίζα
της στη φύση
του αντάρτικου
και στην
αντίφαση
ανάμεσα στο
λαϊκό και τον
πολιτικό
χαρακτήρα του
κινήματος. Ο
Άρης εξέφρασε
την πρώτη
συνισταμένη
αυτής της
αντίθεσης και
για αυτό έμεινε
έκθετος από τον
πολιτικό φορέα
που
κυριαρχούσε
μέσα στην
Αντίσταση.
Η
μεταπολεμική
Ελλάδα, μετά τη
συμφορά του
Εμφυλίου,
συγκροτήθηκε
πάνω στο μύθο
του προδοτικού
ΚΚΕ που ταύτιζε
την εξαρτημένη
ηγεσία του με
το μεγάλο λαϊκό
ρεύμα αρχικά
της Αντίστασης
εν συνεχεία της
δημοκρατικής
απαίτησης. Οι
αγρότες
κυνηγήθηκαν
από τα χωριά
τους και
πλήρωσαν τη
φιλοπατρία
τους με τη ζωή
τους. Οι
έννοιες «έθνος»
και «εθνική
ταυτότητα» δεν
πρέπει
επομένως να
χρησιμοποιούνται
με τρόπο
αποκομμένο από
το ιστορικό contex
εντός του
οποίου
νοηματοδότησαν
ιστορικές
πράξεις, αλλά
συνδεδεμένες
με την
χρονικότητα.
Διότι κάθε άλλη
προσέγγιση και
κυρίως κάθε
απαξιωτική
χρήση των
εννοιών αυτών
με βάση τη
σημερινή
αντιεθνική
υστερία,
ουσιαστικά
απονεκρώνει
την έννοια «έθνος»
από το ιστορικό
της
περιεχόμενο,
θεωρώντας την
ουσιαστικά
αναλλοίωτη,
αμετάβλητη- μια
άπαξ
κατασκευασμένη
ιδέα. Κάθε
σύγχρονη χρήση
της έννοιας «έθνος»,
λοιπόν, πρέπει «...να
αναπαράγει τη
γλωσσολογική
της παράδοση,
που δομεί το
περιεχόμενο
της και την
κατανόηση του».
Σε
αντίθετη
περίπτωση, τα
γεγονότα του
παρελθόντος
μένουν εκεί
οριστικά
τακτοποιημένα
με βάση την
τρέχουσα
ιδεολογία,
πράγμα που μας
ξαναγυρίζει,
από την πίσω
πόρτα, σε μια
ακραία
συμβαντολογική,
θετικιστική
προσέγγιση του
παρελθόντος. Η
προσέγγιση
αυτή σήμερα
καθίσταται και
ειδικώς
επικίνδυνη,
καθώς, αντίθετα
με τα
θρυλούμενα,
ζούμε σε μια
εποχή
αναβίωσης του «εθνικού»,
παρά
αποδυνάμωσης
του. Το «εθνικό
όραμα»
παραμένει
ακόμα κυρίαρχο,
«...διαθέτει
λαϊκή
συναίνεση και
προκαλεί λαϊκό
ενθουσιασμό.
Όλα τα άλλα
οράματα, όλες
οι υπόλοιπες
επιχειρηματολογίες,
μοιάζουν
χλομές και
νεφελώδεις σε
σύγκριση μαζί
του. Δεν
μπορούν να
προσφέρουν την
αίσθηση της
εκλογής, μια
μοναδική
ιστορία κι ένα
ξεχωριστό
πεπρωμένο».
Όσο
για το θρύλο
του Άρη
Βελουχιώτη,
είναι ίσως
χαρακτηριστικές
οι λέξεις του Διονύση
Χαριτόπουλου: «Η
Ελλάδα έκανε
μαζί του, για
πρώτη φορά,
ασκήσεις
ελεύθερων
αναπνοών στα
βουνά, μα αυτός
συνήθιζε να
λέει στους
αποχωρισμούς
του “καλή
αντάμωση στα
γουναράδικα”».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ
ΑΡΗ ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ
«Αδέλφια,
Έλληνες, και
Ελληνίδες της
Λαμίας και της
περιοχής της!
Από μέρους του
Γενικού
Στρατηγείου
του ΕΛΑΣ σας
φέρω τους πιο
θερμούς
χαιρετισμούς.
Όπως βλέπετε,
πρόκειται “να
βγάλω λόγο”. Μα ο
λόγος μου αυτός
δεν θα μοιάζει
καθόλου με τους
λόγους που
γνωρίσατε
μέχρι σήμερα.
Δεν πρόκειται
να σας υποσχεθώ
ούτε πως θα σας
φτιάξω γεφύρια
ή ποτάμια, όπως
σας υποσχότανε πως θα
σας φέρουν οι
παλιοί
κομματάρχες.
Ούτε και θα σας
τάξω λαγούς με
πετραχήλια. Δεν
επιδιώκω να
αποσπάσω
επαίνους για τη
ρητορική μου
δεινότητα.
Επιδιώκω απλώς
να ακούσετε
αυτά που θα σας
πω. Προσέχετε.
Θα αρχίσω σαν
τα παραμύθια...»
«...Επί
Μεταξά
βιάστηκαν
γυναίκες,
υπέστησαν
μαρτύρια
χιλιάδες
άνθρωποι,
σκοτώθηκαν και
γκρεμίστηκαν
από τα
μπαλκόνια της
Ασφάλειας
γέροι, έγιναν
τόσα εγκλήματα,
μα κανείς από
αυτούς δεν είπε
τίποτα. Μα τώρα
φωνάζουνε ότι ο
Άρης σφάζει.
Ναι,
σφάξαμε κι
είμαστε
έτοιμοι να
ξανασφάξουμε
αν χρειαστεί.
Ποιους όμως
σφάξαμε; Εμείς
είμαστε πιο
πονόψυχοι από
αυτούς.
Απόδειξη είναι
ότι εμείς
είμαστε κείνοι
που τρώγαμε
χρόνια τώρα τις
καρπαζιές και
καταδιωκόμασταν.
Σφάξαμε
εκείνους που
πρόδιναν στους
κατακτητές
τους Έλληνες,
κείνους που
κλέβανε το λαό
και
διαπράττανε
εγκλήματα...»
«...Έτσι, το
βάρος έπεσε
πάνω σε μια
χούφτα
ανθρώπων, από
αυτούς που
τρώγανε
καρπαζιές μέσα
στα αστυνομικά
μπουντρούμια
και τις
ασφάλειες, μα
που φλέγονταν
από ηρωισμό και
ανδρεία και
μέσα τους
υπήρχε μια
ζεστή ελληνική
καρδιά κι
έτρεχε στις
φλέβες τους
πραγματικό
ελληνικό αίμα.
Αυτοί
άναψαν το δαυλό
κι έδωσαν το
σύνθημα για τον
ξεσηκωμό του
έθνους. Αυτοί
που δώσανε το
κουράγιο στους
Έλληνες. Αυτοί
που
δημιούργησαν
τη νέα Φιλική
Εταιρία: το ΕΑΜ[...]
Όταν
λέγαμε ότι σε
λίγο θα
σφυρίξει το
μάλιγχερ και θα
κροταλίζει
ξερά το
πολυβόλο στις
βουνοκορφές
και τα φαράγγια
μας κι οι
Γερμανοί και
Ιταλοί θα
φύγουν
ντροπιασμένοι,
ίσως πολλοί να
λέγανε πως αυτά
δεν ήταν παρά
ηχηρές φράσεις...»
«...Ο
κομμουνισμός,
λένε, θα
καταργήσει τη
θρησκεία. Μα η
θρησκεία είναι
ζήτημα
συνείδησης. Πώς
θα καταργηθεί
λοιπόν; Η
κατάργηση της
θρησκευτικής
συνείδησης
είναι πράμα
αδύνατο, έστω
και αν ακόμα οι
κομμουνιστές
θέλανε να την
καταργήσουν. Η
θρησκευτική
συνείδηση δεν
καταργείται με
απλές διαταγές.
Αν συνέβαινε
ένα τέτοιο
πράμα, αυτό θα
έμοιαζε με τη
διαταγή, που
έβγαλε κάποτε
ένας
αστυνομικός
στην Ανάφη, με
την οποία
απαγόρευε την
πάλη των τάξεων!...»
«...Κάποτε, η
γωνιά αυτή της
γης που πατάμε ήτανε
δοξασμένη και
είχε ένα
πολιτισμό που
επί δυόμισι
χιλιάδες
χρόνια
συνεχίζει και
παραμένει για
να θαυμάζεται
από όλο τον
κόσμο. [...] Κάποτε
λοιπόν η χώρα
μας ήτανε
δοξασμένη, μα
αργότερα την
υποδούλωσαν
και έχασε την
παλιά της δόξα.
Μα ύστερα από
κάμποσα χρόνια
η χώρα μας
σηκώθηκε στο
πόδι κι ύστερα
από σκληρούς
αγώνες ενάντια
στη σκλαβιά
πάλι
ελευθερωθήκαμε
[...] Μια μαυρίλα
πλάκωσε τον
ελληνικό
ορίζοντα [...] κάθε
μέρα
κοκκινίζανε τα
βουνά και τα
φαράγγια από το
αίμα [...] Άναψαν,
οι πραγματικοί
Έλληνες, τον
δαυλό κι έδωσαν
το σύνθημα για
τον ξεσηκωμό
του έθνους...»
«...Θα
έχουμε δύο
εθνικές
γιορτές, την 25η
Μαρτίου και την
27η Σεπτέμβρη-επέτειο
δημιουργίας
του ΕΑΜ, της
νέας Φιλικής
Εταιρείας, που
αποτέλεσε τη
βάση της
σημερινής μας
απελευθέρωσης...»
«...Οι
κοτζαμπάσηδες
βλέποντας ότι
δεν είναι
δυνατόν να
συγκρατήσουν
το λαό και
φοβούμενοι την
οργή του,
αναγκάστηκαν
να κόψουν τη
συνεργασία με
τους
κατακτητές, για
να ευνουχίσουν
το λαϊκό
απελευθερωτικό
κίνημα...»
«...Όταν
ήταν εδώ ο
κατακτητής,
αυτοί θέλανε
τότε την τάξη.
Εμείς θέλαμε
την αταξία για
να κάνουμε
ανυπόφορη τη
ζωή του
κατακτητή. Τώρα
αυτοί θέλουνε
την αταξία. Μα
εμείς θέλουμε
την τάξη...»
«...Έχουμε
ντοκουμέντα
στα χέρια μας,
που
αποδεικνύουν
ότι οι άνθρωποι
αυτοί είχανε
σκοπό να ρίξουν
μόνο τρεις
ντουφεκιές και
στο Αλβανικό
μέτωπο και
ύστερα να μας
παραδώσουν [...] Το
έπος της
Αλβανίας είναι
ολοκληρωτικά
έργο του λαού.
Είναι έργο του
λαού που το
πραγματοποίησε,
με το μένος που
είχε ενάντια
στο φασισμό και
το ζυγό του
Μεταξά, με
θυσίες και
ηρωισμούς [...] Ο
λαός [...]
αναγκάστηκε να
υποκύψει, στον
πόλεμο, μα όχι
σαν ηττημένος.
Γιατί αυτή η
συνθηκολόγηση
που έκαναν
υπογράφηκε
πριν ακόμα
πολεμήσει ο
στρατός μας.
Αυτή δεν ήτανε
ήττα του λαού
μας, μα ήττα και
χρεοκοπία των
καθεστώτων που
μεσολάβησαν
από το 1821-1941...»
«...Τι θα
μπορούσαμε να
περιμένουμε
από αυτούς [...] οι
άνθρωποι αυτοί
δεν έχουν το
δικαίωμα να
ονομάζονται
Έλληνες [...] Κι
όμως δεν θα
συμβιβάζονταν
με τη λογική
και τη ράτσα
μας, αν δεν
βγαίνανε πάλι
τα στοιχεία
αυτά
κρατούσανε
ψηλά την τιμή
του έθνους μας,
μέσα από το λαό
μας [...] την
ελληνικότητά
μας την
αποδείξαμε.
Γεγονός είναι
ότι η χώρα μας
ξεσηκώθηκε και
ξαναγένηκε
πάλι λεύτερη [...]
Μα ο ελληνικός
λαός δεν θάτανε
αυτός ο λαός, ο
λαός δηλαδή της
χώρας της
λευτεριάς και
του πολιτισμού,
αλλά λαός της
ζούγκλας, αν
δεν έβγαζε μέσα
από τα σπλάχνα
του τους
αρχηγούς
εκείνους που θα
τον οδηγούσανε
στην λευτεριά
του...»
«...Αυτοί
είναι οι
οργανωτές του
εμφυλίου
πολέμου για να εκμεταλλεύονται
το λαό μας.
Αυτοί είναι οι
λύκοι, που
προσπαθούν να
κατασπαράξουν
το κοπάδι, εμάς,
εσάς, όλους μας,
το λαό δηλαδή...»
«...Να ένα
παράδειγμα:
Ένας άντρας
παντρεύεται, μα
την επομένη του
γάμου του
φεύγει στην
Αμερική, για να
μπορέσει να
αντιμετωπίσει
τις ανάγκες τις
ζωής του και
της γυναίκας
του. Ποιος
διαλύει στην
περίπτωση αυτή
την οικογένεια;
Οι
κομμουνιστές ή
οι οικονομικές
συνθήκες που
δημιούργησε η
κεφαλαιοκρατία;...»
«...Καλύτερα
να γινότανε το
παν ένα
μπουρλότο, παρά
να υποταχτούμε
στους
καταχτητές...»
«...Τεράστια
σημασία θα έχει
αν
καταδικάσετε
και θανατώσετε
σεις, ο
κυρίαρχος λαός,
το καθεστώς που
γεννάει τέτοια
καθάρματα...»
«...Μεθαύριο
θα τραβήξουμε
στις εκλογές.
Το πρώτο
ράπισμα πρέπει
να δοθεί στο
δημοψήφισμα με
την οριστική
καταδίκη του
βασιλισμού και
την
εγκαθίδρυση
της
δημοκρατίας. [...]
Το δεύτερο
ράπισμα πρέπει
να δοθεί στις
εκλογές, που θα
καθορίσουν το
πολίτευμα της
χώρας μας. Εμάς,
η μόνη μας
φιλοδοξία
είναι νάμαστε
υπηρέτες του
λαού. Γι' αυτό θα
σεβαστούμε την
ετυμηγορία σας,
όποια κι αν
είναι αυτή. Μα
έχουμε αυτές
τις απαιτήσεις:
Να ψηφίσει ο
λαός
ανεπηρέαστα
και να
σεβασθούν το
λαό. Αν αυτά δεν
εκτελεστούν,
τότε σας
υπόσχομαι ότι
πάλι θα
ξαναβγούμε στα
βουνό. Μα είμαι
βέβαιος ότι
αυτά δεν θα
συμβούν. Γιατί
ο λαός μας
χειραφετήθηκε
πια.
Δοκιμάσθηκε
και ξύπνησε. Θ'
ακολουθήσει
τους δρόμους
που του
δείχνουμε και
που μοναδικά
του συμφέρουν.
Με την
πεποίθηση αυτή,
τελειώνοντας,
σας καλώ να
φωνάξουμε: “Ζήτω
ο κυρίαρχος ο
λαός μας!”»
Ευαγγελόπουλος
Ευάγγελος
Σεϊνόβ
Γκόγκο
Β2 2009-2010