Η κωμωδία του Αριστοφάνη

K. J. DOVER

   Μετάφραση:  ΦΑΝΗΣ. Ι. ΚΑΚΡΙΔΗΣ `

 

                     Την εποχή του Αριστοφάνη  τα θεατρικά έργα τα έπαιζαν σε δυο μεγάλες γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου: στα Λήναια (που συνήθως έπεφταν τέλη Ιανουαρίου) και τα Μεγάλα Διονύσια (συνήθως τέλη Μαρτίου). Η παράσταση των θεατρικών έργων όπως και η παρουσίαση διαφόρων όχι θεατρικών χορικών έργων στις γιορτές αυτές, είχε χαρακτήρα συναγωνισμού. Επιτροπή από κριτές αξιολογούσε σε σειρά τα έργα που είχαν παρουσιάσει οι θεατρικοί συγγραφείς. Όσο διαρκούσε ο πελοποννησιακός πόλεμος (431-404π.Χ.) ο αριθμός των κωμωδιών που ανέβαζαν σε κάθε γιορτή ήταν τρεις, πριν και μετά τον πόλεμο πέντε. Κρατούσαν για κάθε χρόνο επίσημο κατάλογο με τη σειρά επιτυχίας και τα τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα το χάραξαν σε μεγάλη δημόσια επιγραφή, που μας σώζονται μερικά κομμάτια της.

 

·         Τα Λήναια : Εορτάζονταν τον μήνα Γαμπλίωνα (μέσα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου). Στη διάρκεια της εορτής παριστάνονταν νέες κωμωδίες και τραγωδίες.

·         Τα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια : τελούνταν στον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα. Ήταν η λαμπρότερη εορτή του Διονύσου. Η διάρκειά τους ήταν έξι μέρες και παρουσιάζονταν σε αυτή νέα δράματα.

 

ΚΩΜΩΔΙΑ

 

Το 486π.Χ. οι Αθηναίοι καθιέρωσαν για πρώτη φορά και κάλυψαν οικονομικά την παρουσίαση κωμωδιών στα Μεγάλα Διονύσια. Το 445π.Χ. η ίδια απόφαση ίσχυσε και για τα Λήναια. Οι κωμικές θεατρικές παραστάσεις είναι πολύ πιθανό να αποτελούσαν «περιφεριακή εκδήλωση» των Διονυσιακών γιορτών από πολλά χρόνια, αιώνες ίσως πριν από την επίσημη αναγνώρισή τους.

Στην κωμωδία τα πρόσωπα και ο χορός μπορούν κάθε στιγμή ν’αποβάλλουν ένα μέρος από το θεατρικό ρόλο που ενσάρκωναν και να μιλούν συγκεκριμένα για το θέατρο, το ακροατήριο ή κάποια άλλη πλευρά της γιορτής. Σωστό είναι αυτό να το ονομάσουμε «διακοπή» της θεατρικής ψευδαίσθησης, και πρέπει να σημειώσουμε ό,τι τέτοιες διακοπές δεν υπάρχουν στην τραγωδία, αρκεί με τον όρο ψευδαίσθηση να μην εννοούμε τα οπτικά σκηνοθετικά ευρήματα αλλά απλά και μόνο την απερίσπαστη προσήλωση των υποκριτών στο φανταστικό θέμα του έργου. Ο κωμικός ποιητής διακόπτει συνειδητά την ψευδαίσθηση για κωμικούς σκοπούς.

Συνηθισμένη συνέπεια των διακοπών της θεατρικής ψευδαίσθησης στην κωμωδία είναι ότι οι υποκριτές μπορούν και λένε πράγματα που στην καθημερινή ζωή θα προκαλούσαν μια απάντηση γεμάτη απορία και αγανάκτηση ή πράγματα που και οι ίδιοι δεν θα ήθελαν να τα πουν σε καταστάσεις εντελώς όμοιες μ’αυτές που παριστάνονταν στο πλαίσιο του έργου.

Μερικές φορές στην κωμωδία γίνεται μεταχείριση των Θεών ως μέσο για να παίρνει ο άνθρωπος εκδίκηση από τις υπεράνθρωπες δυνάμεις που κυριαρχούν στον κόσμο. Αν αυτό είναι σωστό τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θρησκευτική άποψη και την πολιτική θέση της κωμωδίας σαν δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Έτσι αίρεται η κάποια αντίφαση που υπάρχει στην παραδοσιακή άποψη ότι ο Αριστοφάνης ήταν συγχρόνως συντηρητικός και ασεβής. Είναι οπωσδήποτε αμφίβολο αν μπορεί να αποδοθεί ορθά στον Αριστοφάνη ο χαρακτηρισμός «συντηρητικός» με την έννοια που θα είχε σε σύγχρονο κράτος

Η  κωμωδία ήταν θεμιτό να περιέχει πολιτική σάτιρα και υβρεολόγια. Από την άποψη αυτή ο κωμικός ποιητής μπορούσε θεωρητικά να μοιράσει τα πυρά του σε τρεις στόχους: την πολιτειακή δομή του κράτους, την πολιτική όπως ασκείται και τις μεμονωμένες πολιτικές αποφάσεις.

 

 

 

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ  ΤΗΣ  ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

 

Αυτό που οι αρχαίοι θεωρούσαν πρώτη αρχή της αττικής κωμωδίας ήταν απλά και μόνο η χρονιά που τα ονόματα όσων συνέγραφαν κωμικά δράματα για να παιχτούν στα Μεγάλα Διονύσια άρχισαν να συμπεριλαμβάνονται στους επίσημους καταλόγους του εορτασμού. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν να συνηθίζουν οι ποιητές να κυκλοφορούν αντίγραφα των έργων που είχαν συγγράψει. Πριν από τη χρονιά εκείνη η κωμωδία ήταν, όπως ο Αριστοτέλης το διατυπώνει, αυτοσχεδιαστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι παρουσιάζονταν κάποιος μπροστά σε κοινό χωρίς να έχει καθόλου προετοιμάσει τις κινήσεις, τα λόγια και τα τραγούδια του, αλλά απλώς ότι δεν υπήρχε γραπτό κείμενο που να μπορεί κανείς να το αποδώσει σε συγκεκριμένο άτομο.

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η κωμωδία ξεκίνησε με τη διαφοροποίηση του εξάρχοντος από το χορό των Φαλλικών. Η υπόθεση αυτή δεν είναι παράλογη, γιατί τα φαλλικά τραγούδια (όπως και η κωμωδία) αποτελούσαν μέρος του Διονυσιακού εορτασμού. Η λέξη κωμωδία σημαίνει το τραγούδι ενός κώμου, δηλαδή μιας πολυθόρυβης, εύθυμης και μεθυσμένης πομπής, όπως αυτές που σχηματίζονταν στις γιορτές του Διονύσου. Την εποχή του Αριστοτέλη υπήρχε μια θεωρία ότι την κωμωδία την ανακάλυψαν πρώτοι οι Έλληνες που μιλούσαν δωρικά και ότι οι Αθηναίοι απλώς υιοθέτησαν τη δωρική αυτή επινόηση. Είναι αλήθεια ότι τις αρχές του 5ου αιώνα υπήρχε στις Συρακούσες κάποια παράδοση λογοτεχνικής κωμωδίας με κύριο εκπρόσωπό της τον Επίχαρμο. Τα δεδομένα χρονολόγια όμως μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι ο Επίχαρμος δεν ήταν πρόδρομος, αλλά σύγχρονος των πρωιμότερων αττικών κωμωδιογράφων.

Ο  ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Για το πόσο ζωντανή ήταν η σχέση του με την πολιτική και τη φιλολογική ζωή της εποχής του, μιλά η κάθε μια από τις κωμωδίες του, καθώς και για το πόσο οικείοι του ήταν οι μεγάλοι ποιητές του λαού του. Δεν έχουμε όμως κανένα στήριγμα για να τον εντάξουμε σ’ένα ορισμένο κόμμα. Η πολιτική σάτιρα ζει φυσικά σαν αντιπολίτευση προς την παράταξη που κυβερνά και καθήκον της είναι να δείχνει τις αδυναμίες της κυβέρνησης. Αν μπει στην υπηρεσία της εκφυλίζεται σε απλή προπαγάνδα. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη πέφτουν στο μεγαλύτερο μέρος σε μιαν εποχή που η αρμογή της Αθηναϊκής δημοκρατίας είχε γίνει εύθραυστη από τον πόλεμο και τις εσωτερικές ελλείψεις. Εδώ έβαλε σε ενέργεια ο Αριστοφάνης τα όπλα της κοροϊδίας του. Ο Αριστοφάνης μπορούσε να βάζει το επίμαχο και το επικίνδυνο σε τόσο εκτυφλωτικό φως μόνο, γιατί ο ίδιος μέσα σε όλη τη γύρω ραγδαία εξέλιξη διατήρησε μιαν άγρυπνη αίσθηση για τις δυνάμεις της παράδοσης και της συντήρησης που στη ζωή των ανθρώπων και των λαών είναι άλλο τόσο αναγκαίες όπως και οι άλλες που βλέπουν προς το μέλλον.

 

ΤΕΧΝΙΚΗ

Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την πεποιημένη γλώσσα της τραγωδίας είτε με δάνεια, τα οποία εντάσσει στο κείμενό του, είτε παρωδώντας τα με συγγενές ύφος. Και τούτο, με σκοπό να επιτύχει κωμικό αποτέλεσμα, με την απότομη πτώση από την ένταση του υψηλού τραγικού ρόλου στη βωμολογία. Στα λυρικά όμως μέρη η γλώσσα του είναι παραδοσιακά ποιητική, όχι χάριν σκώμματος, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει το τυπικό της κωμωδίας.

Το γλωσσικό αυτό μωσαϊκό επιβεβαιώνει: α) τη λαϊκότητα του είδους, β) την ποικιλία του δραματουργικού υλικού, γ)τον επικαιρικό του χαρακτήρα, δ) τον ηθογραφικό του προσανατολισμό, ε) τη σύνθεση των ετερόκλητων από την άποψη της καταγωγής στοιχείων που οδήγησαν με τον συγκρητισμό τους στη δραματική


σύνθεση. Ως προς την ευρηματικότητά  η γλώσσα του Αριστοφάνη δεν έχει όρο σύγκρισης. Είναι αφάνταστη η ευελιξία και η επινοητικότητά της. Το λογοπαίγνιο, το υπονοούμενο, η αντιστροφή της σημασίας των λέξεων, η επί το αισχρό μεταφορά, η γνώση της άσεμνης συνωνυμίας, η σκόπιμη παρερμηνεία της έννοιας. Κι ακόμα οι λέξεις σιδηρόδρομοι, το τυπικό πνίγος της αρχαίας κωμωδίας, οι αντηχήσεις, οι παρηχείες δεν θα μπορούσαν να παραβληθούν παρά μόνο με την «λαλέουσα» πηγή κάθε γνήσιας ζωντανής δημιουργίας και την έκφραση του λαού.  Η προέλευση του είδους που αθανάτισε ο Αριστοφάνης και η άμεση επαφή του με γλωσσοπλαστική φαντασία του λαού του ίδιου του ποιητή ερμηνεύουν τους λόγους της δημιουργίας αυτού του καλού χαρίεντος και εκρηκτικού όντος που λέγεται γλώσσα του Αριστοφάνη

«ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΚΑ»     ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ     ΑΘΗΝΑ 1978